anlocken
 Verb

δελεάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Auf Ihrem Dach ist ein Leopard, er gehört mir, ich will ihn anlocken.Υπάρχει μια λεοπάρδαλη στην οροφή σας, και είναι δική μου. Πρέπει να την πάρω, και για να την πάρω, πρέπει να τραγουδήσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Mit einem großen Fest, das Touristen anlocken soll.Μια μεγάλη γιορτή ωφελεί το εμπόριο και τον τουρισμό.

Übersetzung nicht bestätigt

Das müsste ziemlich viele Kaninchen anlocken.Αυτό επιβάλλεται να το δείξεις σε αρκετά πειραματόζωα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir wollen keine Hunde anlocken.Θα μάζευε πολλά άγρια πουλιά. -

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe das Gefühl, dass Sie Männer anlocken wie ein Wurm die Fische.Προαισθάνομαι ότι θα τραβάς τους άνδρες σαν τα ψάρια στο δόλωμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
ködern
anlocken
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δελεάζωδελεάζουμε, δελεάζομεδελεάζομαιδελεαζόμαστε
δελεάζειςδελεάζετεδελεάζεσαιδελεάζεστε, δελεαζόσαστε
δελεάζειδελεάζουν(ε)δελεάζεταιδελεάζονται
Imper
fekt
δελέαζαδελεάζαμεδελεαζόμουν(α)δελεαζόμαστε, δελεαζόμασταν
δελέαζεςδελεάζατεδελεαζόσουν(α)δελεαζόσαστε, δελεαζόσασταν
δελέαζεδελέαζαν, δελεάζαν(ε)δελεαζόταν(ε)δελεάζονταν, δελεαζόντανε, δελεαζόντουσαν
Aoristδελέασαδελεάσαμεδελεάστηκαδελεαστήκαμε
δελέασεςδελεάσατεδελεάστηκεςδελεαστήκατε
δελέασεδελέασαν, δελεάσαν(ε)δελεάστηκεδελεάστηκαν, δελεαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δελεάσει
έχω δελεασμένο
έχουμε δελεάσει
έχουμε δελεασμένο
έχω δελεαστεί
είμαι δελεασμένος, -η
έχουμε δελεαστεί
είμαστε δελεασμένοι, -ες
έχεις δελεάσει
έχεις δελεασμένο
έχετε δελεάσει
έχετε δελεασμένο
έχεις δελεαστεί
είσαι δελεασμένος, -η
έχετε δελεαστεί
είστε δελεασμένοι, -ες
έχει δελεάσει
έχει δελεασμένο
έχουν δελεάσει
έχουν δελεασμένο
έχει δελεαστεί
είναι δελεασμένος, -η, -ο
έχουν δελεαστεί
είναι δελεασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δελεάσει
είχα δελεασμένο
είχαμε δελεάσει
είχαμε δελεσμένο
είχα δελεαστεί
ήμουν δελεασμένος, -η
είχαμε δελεαστεί
ήμαστε δελεασμένοι, -ες
είχες δελεάσει
είχες δελεασμένο
είχατε δελεάσει
είχατε δελεασμένο
είχες δελεαστεί
ήσουν δελεασμένος, -η
είχατε δελεαστεί
ήσαστε δελεασμένοι, -ες
είχε δελεάσει
είχε δελεασμένο
είχαν δελεάσει
είχαν δελεασμένο
είχε δελεαστεί
ήταν δελεασμένος, -η, -ο
είχαν δελεαστεί
ήταν δελεασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δελεάζωθα δελεάζουμε, θα δελεάζομεθα δελεάζομαιθα δελεαζόμαστε
θα δελεάζειςθα δελεάζετεθα δελεάζεσαιθα δελεάζεστε, θα δελεαζόσαστε
θα δελεάζειθα δελεάζουν(ε)θα δελεάζεταιθα δελεάζονται
Fut
ur
θα δελεάσωθα δελεάσουμε, θα δελεάζομεθα δελεαστώθα δελεαστούμε
θα δελεάσειςθα δελεάσετεθα δελεαστείςθα δελεαστείτε
θα δελεάσειθα δελεάσουν(ε)θα δελεαστείθα δελεαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δελεάσει
θα έχω δελεασμένο
θα έχουμε δελεάσει
θα έχουμε δελεασμένο
θα έχω δελεαστεί
θα είμαι δελεασμένος, -η
θα έχουμε δελεαστεί
θα είμαστε δελεασμένοι, -ες
θα έχεις δελεάσει
θα έχεις δελεασμένο
θα έχετε δελεάσει
θα έχετε δελεασμένο
θα έχεις δελεαστεί
θα είσαι δελεασμένος, -η
θα έχετε δελεαστεί
θα είστε δελεασμένοι, -ες
θα έχει δελεάσει
θα έχει δελεασμένο
θα έχουν δελεάσει
θα έχουν δελεασμένο
θα έχει δελεαστεί
θα είναι δελεασμένος, -η, -ο
θα έχουν δελεαστεί
θα είναι δελεασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δελεάζωνα δελεάζουμε, να δελεάζομενα δελεάζομαινα δελεαζόμαστε
να δελεάζειςνα δελεάζετενα δελεάζεσαινα δελεάζεστε, να δελεαζόσαστε
να δελεάζεινα δελεάζουν(ε)να δελεάζεταινα δελεάζονται
Aoristνα δελεάσωνα δελεάσουμε, να δελεάσομενα δελεαστώνα δελεαστούμε
να δελεάσειςνα δελεάσετενα δελεαστείςνα δελεαστείτε
να δελεάσεινα δελεάσουν(ε)να δελεαστείνα δελεαστούν(ε)
Perfνα έχω δελεάσει
να έχω δελεασμένο
να έχουμε δελεάσει
να έχουμε δελεασμένο
να έχω δελεαστεί
να είμαι δελεασμένος, -η
να έχουμε δελεαστεί
να είμαστε δελεασμένοι, -ες
να έχεις δελεάσει
να έχεις δελεασμένο
να έχετε δελεάσει
να έχετε δελεασμένο
να έχεις δελεαστεί
να είσαι δελεασμένος, -η
να έχετε δελεαστεί
να είστε δελεασμένοι, -ες
να έχει δελεάσει
να έχει δελεασμένο
να έχουν δελεάσει
να έχουν δελεασμένο
να έχει δελεαστεί
να είναι δελεασμένος, -η, -ο
να έχουν δελεαστεί
να είναι δελεασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδελέαζεδελεάζετεδελεάζεστε
Aoristδελέασεδελεάστεδελεάσουδελεαστείτε
Part
izip
Presδελεάζονταςδελεαζόμενος
Perfέχοντας δελεάσει, έχοντας δελεασμένοδελεασμένος, -η, -οδελεασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδελεάσειδελεαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback