anhören
 Verb

ακούω Verb
(184)
ακροώμαι Verb
(0)
συμβουλεύομαι 
(0)
DeutschGriechisch
(EN) Herr Präsident! Irland brauchte 700 Jahre, um die Briten aus der Republik Irland zu vertreiben, und ich muss hier sitzen und mir immer wieder anhören, wie Leute, die wir hinauswarfen, uns erzählen, was wir in Irland tun sollten.(EN) Κύριε Πρόεδρε, η Ιρλανδία χρειάστηκε 700 χρόνια για να διώξει τους Βρετανούς από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και είμαι υποχρεωμένος κάθε λίγο και λιγάκι να ακούω ανθρώπους που τους διώξαμε να μας λένε τι θα πρέπει να κάνουμε στην Ιρλανδία.

Übersetzung bestätigt

Wir wollen ermitteln, welche Rolle der Technik bei der Erkennung und Bezahlung digitaler Inhalte zukommen kann, um die Problemstellungen im Bereich der digitalen Medien zu erkennen und herauszufinden, wie die Schattenwirtschaft der Internet-Piraterie effektiver bekämpft werden kann. Dazu werde ich mich einer ganz einfachen Methode bedienen: Ich werde die verschiedenen Betroffenen anhören und Ihnen gleichzeitig Maßnahmen vorschlagen.Στόχος είναι να δούμε ποιον ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η τεχνολογία στον εντοπισμό και την πληρωμή του ψηφιακού υλικού, να προσδιορίσουμε τα ζητήματα που περιβάλλουν τα ψηφιακά μέσα και να μάθουμε πώς να καταπολεμήσουμε πιο αποτελεσματικά τη μαύρη οικονομία της διαδικτυακής πειρατείας. " μέθοδός μου θα είναι απλή: Θέλω να ακούω τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη προτείνοντας παράλληλα σε εσάς δράση.

Übersetzung bestätigt

Die Übersetzung von literarischen Texten, von Theaterstücken und von Gedichten trägt zur kulturellen Entwicklung der Völker Europas und zur Verbreitung von Werken in weniger verbreiteten Sprachen bei, und so die Bemerkung sei mir gestattet sollten wir sie nennen, und nicht Minderheitensprachen, wie ich wiederholt mit anhören mußte und muß.Η μετάφραση κειμένων λογοτεχνίας, θεατρικών έργων, ποίησης συμβάλλει στην πολιτισμική αναβάθμιση των λαών της Ευρώπης και στη διάδοση των έργων που είναι γραμμένα σε ολιγότερο διαδεδομένες γλώσσες; και έτσι, ας μου επιτραπεί η παρατήρηση, θα έπρεπε να τις λέμε και όχι γλώσσες μειονότητος, όπως άκουσα επανειλημμένως και ακούω.

Übersetzung bestätigt

Wenn ich ihn mir 24 Stunden lang ununterbrochen anhören müsste, könnte das sehr ermüdend werden.Αλλά εάν έπρεπε να τον ακούω για 24 ώρες, χωρίς διακοπή, θα γινόταν πολύ κουραστικό.

Übersetzung nicht bestätigt

Auch die Weise, wie ich Schönheit wahrnehme, hat sich geändert, denn wenn ich jemanden ansehe, dann höre ich dessen Gesicht, deshalb kann jemand sehr hübsch sein, sich aber schrecklich anhören.Επίσης, έχει αλλάξει και η αντίληψή μου για την ομορφιά, επειδή όταν κοιτάω κάποιον, ακούω το πρόσωπό του, και μπορεί να είναι εμφανισιακά όμορφος, αλλά να ακούγεται χάλια.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
anhören
mithören
zuhören
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακούωακούουμεακούγομαιακουγόμαστε
ακούςακούτεακούγεσαιακούγεστε, ακουγόσαστε
ακούειακούν(ε)ακούγεταιακούγονται
Imper
fekt
άκουγαακούγαμεακουγόμουν(α)ακουγόμαστε, ακουγόμασταν
άκουγεςακούγατεακουγόσουν(α)ακουγόσαστε, ακουγόσασταν
άκουγεάκουγαν, ακούγαν(ε)ακουγόταν(ε)ακούγονταν, ακουγόντανε, ακουγόντουσαν
Aoristάκουσαακούσαμεακούστηκαακουστήκαμε
άκουσεςακούσατεακούστηκεςακουστήκατε
άκουσεάκουσαν, ακούσαν(ε)ακούστηκεακουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ακούσειέχουμε ακούσειέχω ακουστείέχουμε ακουστεί
έχεις ακούσειέχετε ακούσειέχεις ακουστείέχετε ακουστεί
έχει ακούσειέχουν ακούσειέχει ακουστείέχουν ακουστεί
Plu
per
fekt
είχα ακούσειείχαμε ακούσειείχα ακουστείείχαμε ακουστεί
είχες ακούσειείχατε ακούσειείχες ακουστείείχατε ακουστεί
είχε ακούσειείχαν ακούσειείχε ακουστείείχαν ακουστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακούωθα ακούμεθα ακούγομαιθα ακουγόμαστε
θα ακούςθα ακούτεθα ακούγεσαιθα ακούγεστε, θα ακουγόσαστε
θα ακούειθα ακούν(ε)θα ακούγεταιθα ακούγονται
Fut
ur
θα ακούσωθα ακούσουμε, θα ακούσομεθα ακουστώθα ακουστούμε
θα ακούσειςθα ακούσετεθα ακουστείςθα ακουστείτε
θα ακούσειθα ακούσουν(ε)θα ακουστείθα ακουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακούσειθα έχουμε ακούσειθα έχω ακουστείθα έχουμε ακουστεί
θα έχεις ακούσειθα έχετε ακούσειθα έχεις ακουστείθα έχετε ακουστεί
θα έχει ακούσειθα έχουν ακούσειθα έχει ακουστείθα έχουν ακουστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακούωνα ακούομενα ακούγομαινα ακουγόμαστε
να ακούςνα ακούτενα ακούγεσαινα ακούγεστε, να ακουγόσαστε
να ακούεινα ακούν(ε)να ακούγεταινα ακούγονται
Aoristνα ακούσωνα ακούσουμε, να ακούσομενα ακουστώνα ακουστούμε
να ακούσειςνα ακούσετενα ακουστείςνα ακουστείτε
να ακούσεινα ακούσουν(ε)να ακουστείνα ακουστούν(ε)
Perfνα έχω ακούσεινα έχουμε ακούσεινα έχω ακουστείνα έχουμε ακουστεί
να έχεις ακούσεινα έχετε ακούσεινα έχεις ακουστείνα έχετε ακουστεί
να έχει ακούσεινα έχουν ακούσεινα έχει ακουστείνα έχουν ακουστεί
Imper
ativ
Presάκου, άκουγεακούτεακούγεστε
Aoristάκουσεακούστεακουστείτε
Part
izip
Presακούγοντας
Perfέχοντας ακούσειακουσμένος, -η, -οακουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristακούσειακουστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback