Deutsch | Griechisch |
---|---|
Es soll an Ihr Grundstück angrenzen. | Συνορεύει με τις εκτάσεις σας. Übersetzung nicht bestätigt |
Sieh dir das an, die vier Staaten, die an Springfield angrenzen. | Κοίτα εδώ. Μπορείς να δεις 4 πολιτείες από το Σπρίνγκφηλντ. Übersetzung nicht bestätigt |
Sieh dir das an, die vier Staaten, die an Springfield angrenzen. | Κόιτα. Μπορείς να δεις τις τέσσερις πολιτείες που συνορεύουν με το Σπρινγκφιλντ Übersetzung nicht bestätigt |
Wir vermuten den Bunker der Rebellen in einem der Gebäude, die an den Reaktorkomplex angrenzen, etwa drei Kilometer östlich von unserer jetzigen Position in Tschernobyl. | Πιστεύουμε ότι οι επαναστάτες έστησαν το καταφύγιό τους, σε ένα από τα κτίρια, δίπλα από το συγκρότημα του αντιδραστήρα, περίπου 3 χιλιόμετρα ανατολικά από την τρέχουσα θέση μας, στην πόλη του Τσερνόμπιλ. Übersetzung nicht bestätigt |
Höchste Abgastemperatur an dem Punkt des Auspuffsrohrs (der Auspuffrohre), der (die) an den äußersten Flansch (die äußersten Flansche) des Auspuffkrümmers oder Turboladers angrenzt (angrenzen): … K | Μέγιστη θερμοκρασία των καυσαερίων στο σημείο συναρμογής του (των) σωλήνα(-ων) εξάτμισης με την (τις) εξωτερική(-ές) φλάντζα(-ες) της πολλαπλής της εξαγωγής ή του στροβιλοσυμπιεστή: … K Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
angrenzen |
anstoßen |
adjazieren |
grenzen |
Ähnliche Wörter |
---|
angrenzend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | – | ||
du | – | |||
er, sie, es | grenzt an | |||
Präteritum | er, sie, es | grenzte an | ||
Konjunktiv II | er, sie, es | grenzte an | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angegrenzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:angrenzen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | γειτονεύω | γειτονεύουμε, γειτονεύομε |
γειτονεύεις | γειτονεύετε | ||
γειτονεύει | γειτονεύουν(ε) | ||
Imper fekt | γειτόνευα | γειτονεύαμε | |
γειτόνευες | γειτονεύατε | ||
γειτόνευε | γειτόνευαν, γειτονεύαν(ε) | ||
Aorist | γειτόνεψα | γειτονέψαμε | |
γειτόνεψες | γειτονέψατε | ||
γειτόνεψε | γειτόνεψαν, γειτονέψαν(ε) | ||
Per fekt | έχω γειτονέψει | έχουμε γειτονέψει | |
έχεις γειτονέψει | έχετε γειτονέψει | ||
έχει γειτονέψει | έχουν γειτονέψει | ||
Plu per fekt | είχα γειτονέψει | είχαμε γειτονέψει | |
είχες γειτονέψει | είχατε γειτονέψει | ||
είχε γειτονέψει | είχαν γειτονέψει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα γειτονεύω | θα γειτονεύουμε, θα γειτονεύομε | |
θα γειτονεύεις | θα γειτονεύετε | ||
θα γειτονεύει | θα γειτονεύουν(ε) | ||
Fut ur | θα γειτονέψω | θα γειτονέψουμε, θα γειτονέψομε | |
θα γειτονέψεις | θα γειτονέψετε | ||
θα γειτονέψει | θα γειτονέψουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω γειτονέψει | θα έχουμε γειτονέψει | |
θα έχεις γειτονέψει | θα έχετε γειτονέψει | ||
θα έχει γειτονέψει | θα έχουν γειτονέψει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να γειτονεύω | να γειτονεύουμε, να γειτονεύομε |
να γειτονεύεις | να γειτονεύετε | ||
να γειτονεύει | να γειτονεύουν(ε) | ||
Aorist | να γειτονέψω | να γειτονέψουμε, να γειτονέψομε | |
να γειτονέψεις | να γειτονέψετε | ||
να γειτονέψει | να γειτονέψουν(ε) | ||
Perf | να έχω γειτονέψει | να έχουμε γειτονέψει | |
να έχεις γειτονέψει | να έχετε γειτονέψει | ||
να έχει γειτονέψει | να έχουν γειτονέψει | ||
Imper ativ | Pres | γειτόνευε | γειτονεύετε |
Aorist | γειτόνεψε | γειτονέψτε, γειτονεύτε | |
Part izip | Pres | γειτονεύοντας | |
Perf | έχοντας γειτονέψει | ||
Infin | Aorist | γειτονέψει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.