angeln
 Verb

ψαρεύω Verb
(8)
αγκιστρώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich geh am Wochenende angeln.Όλη την ώρα ψαρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss heute noch angeln, Billy, schöne Brise...Θα 'πρεπε να ψαρεύω απόψε, με τόσο ωραίο αεράκι...

Übersetzung nicht bestätigt

Ich geh angeln.Εγώ ψαρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Darum mag ich nicht angeln.Είδες, γι' αυτό δεν ψαρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin oft hier, um zu lesen und zu angeln.Ναι, έρχομαι συχνά εδώ διαβάζω και ψαρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
fischen
angeln
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψαρεύωψαρεύουμε, ψαρεύομεψαρεύομαιψαρευόμαστε
ψαρεύειςψαρεύετεψαρεύεσαιψαρεύεστε, ψαρευόσαστε
ψαρεύειψαρεύουν(ε)ψαρεύεταιψαρεύονται
Imper
fekt
ψάρευαψαρεύαμεψαρευόμουν(α)ψαρευόμαστε, ψαρευόμασταν
ψάρευεςψαρεύατεψαρευόσουν(α)ψαρευόσαστε, ψαρευόσασταν
ψάρευεψάρευαν, ψαρεύαν(ε)ψαρευότανεψαρεύονταν, ψαρευόντανε, ψαρευόντουσαν
Aoristψάρεψαψαρέψαμεψαρεύτηκαψαρευτήκαμε
ψάρεψεςψαρέψατεψαρεύτηκεςψαρευτήκατε
ψάρεψεψάρεψαν, ψαρέψαν(ε)ψαρεύτηκεψαρεύτηκαν, ψαρευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ψαρέψειέχουμε ψαρέψειέχω ψαρευτείέχουμε ψαρευτεί
έχεις ψαρέψειέχετε ψαρέψειέχεις ψαρευτείέχετε ψαρευτεί
έχει ψαρέψειέχουν ψαρέψειέχει ψαρευτείέχουν ψαρευτεί
Plu
per
fekt
είχα ψαρέψειείχαμε ψαρέψειείχα ψαρευτείείχαμε ψαρευτεί
είχες ψαρέψειείχατε ψαρέψειείχες ψαρευτείείχατε ψαρευτεί
είχε ψαρέψειείχαν ψαρέψειείχε ψαρευτείείχαν ψαρευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψαρεύωθα ψαρεύουμε, θα ψαρεύομεθα ψαρεύομαιθα ψαρευόμαστε
θα ψαρεύειςθα ψαρεύετεθα ψαρεύεσαιθα ψαρεύεστε, θα ψαρευόσαστε
θα ψαρεύειθα ψαρεύουν(ε)θα ψαρεύεταιθα ψαρεύονται
Fut
ur
θα ψαρέψωθα ψαρέψουμε, θα ψαρέψομεθα ψαρευτώθα ψαρευτούμε
θα ψαρέψειςθα ψαρέψετεθα ψαρευτείςθα ψαρευτείτε
θα ψαρέψειθα ψαρέψουν(ε)θα ψαρευτείθα ψαρευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψαρέψειθα έχουμε ψαρέψειθα έχω ψαρευτείθα έχουμε ψαρευτεί
θα έχεις ψαρέψειθα έχετε ψαρέψειθα έχεις ψαρευτείθα έχετε ψαρευτεί
θα έχει ψαρέψειθα έχουν ψαρέψειθα έχει ψαρευτείθα έχουν ψαρευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψαρεύωνα ψαρεύουμενα ψαρεύομαινα ψαρευόμαστε
να ψαρεύειςνα ψαρεύετενα ψαρεύεσαινα ψαρεύεστε, να ψαρευόσαστε
να ψαρεύεινα ψαρεύουννα ψαρεύεταινα ψαρεύονται
Aoristνα ψαρέψωνα ψαρέψουμενα ψαρευτώνα ψαρευτούμε
να ψαρέψειςνα ψαρέψετενα ψαρευτείςνα ψαρευτείτε
να ψαρέψεινα ψαρέψουννα ψαρευτείνα ψαρευτούν(ε)
Perfνα έχω ψαρέψεινα έχουμε ψαρέψεινα έχω ψαρευτείνα έχουμε ψαρευτεί
να έχεις ψαρέψεινα έχετε ψαρέψεινα έχεις ψαρευτείνα έχετε ψαρευτεί
να έχει ψαρέψεινα έχουν ψαρέψεινα έχει ψαρευτείνα έχουν ψαρευτεί
Imper
ativ
Presψάρευεψαρεύετεψαρεύεστε
Aoristψάρεψεψαρέψτε, ψαρεύτεψαρέψουψαρευτείτε
Part
izip
Presψαρεύοντας
Perfέχοντας ψαρέψει
InfinAoristψαρέψειψαρευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback