abwiegen
 Verb

ζυγίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Liebe kannst du nicht in Kilos abwiegen.Δεν μπορείς να μετρήσεις την αγάπη με μονάδες μέτρησης.

Übersetzung nicht bestätigt

Solltet Ihr nicht... irgendetwas abwiegen oder was ihr sonst so macht?Δε θα έπρεπε να μετράς... αυτό που κάνεις;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich verstehe, was Sie alle abwiegen, aber mein Bedenken gilt Kayla, und meine unvoreingenommene Meinung ist nun mal, dass das der falsche Weg ist.Καταλαβαίνω ότι έχετε αμφιβολίες, αλλά ανησυχώ για την Κέιλα και κατά την γνώμη μου αυτό δεν είναι σωστή κίνηση.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst sie abwiegen.Πρέπει και να τα μετριάζεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich schätze, du wirst abwiegen müssen, wie sehr du Karim haben möchtest, nicht wahr?Μάλλον θα πρέπει να σκεφτείς το πόσο θέλεις τον Κασίμ, σωστά;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
auswiegen
abwiegen
einwiegen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζυγίζωζυγίζουμε, ζυγίζομεζυγίζομαιζυγιζόμαστε
ζυγίζειςζυγίζετεζυγίζεσαιζυγίζεστε, ζυγιζόσαστε
ζυγίζειζυγίζουν(ε)ζυγίζεταιζυγίζονται
Imper
fekt
ζύγιζαζυγίζαμεζυγιζόμουν(α)ζυγιζόμαστε, ζυγιζόμασταν
ζύγιζεςζυγίζατεζυγιζόσουν(α)ζυγιζόσαστε, ζυγιζόσασταν
ζύγιζεζύγιζαν, ζυγίζαν(ε)ζυγιζόταν(ε)ζυγίζονταν, ζυγιζόντανε, ζυγιζόντουσαν
Aoristζύγισαζυγίσαμεζυγίστηκαζυγιστήκαμε
ζύγισεςζυγίσατεζυγίστηκεςζυγιστήκατε
ζύγισεζύγισαν, ζυγίσαν(ε)ζυγίστηκεζυγίστηκαν, ζυγιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζυγίσει
έχω ζυγισμένο
έχουμε ζυγίσει
έχουμε ζυγισμένο
έχω ζυγιστεί
είμαι ζυγισμένος, -η
έχουμε ζυγιστεί
είμαστε ζυγισμένοι, -ες
έχεις ζυγίσει
έχεις ζυγισμένο
έχετε ζυγίσει
έχετε ζυγισμένο
έχεις ζυγιστεί
είσαι ζυγισμένος, -η
έχετε ζυγιστεί
είστε ζυγισμένοι, -ες
έχει ζυγίσει
έχει ζυγισμένο
έχουν ζυγίσει
έχουν ζυγισμένο
έχει ζυγιστεί
είναι ζυγισμένος, -η, -ο
έχουν ζυγιστεί
είναι ζυγισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζυγίσει
είχα ζυγισμένο
είχαμε ζυγίσει
είχαμε ζυγισμένο
είχα ζυγιστεί
ήμουν ζυγισμένος, -η
είχαμε ζυγιστεί
ήμαστε ζυγισμένοι, -ες
είχες ζυγίσει
είχες ζυγισμένο
είχατε ζυγίσει
είχατε ζυγισμένο
είχες ζυγιστεί
ήσουν ζυγισμένος, -η
είχατε ζυγιστεί
ήσαστε ζυγισμένοι, -ες
είχε ζυγίσει
είχε ζυγισμένο
είχαν ζυγίσει
είχαν ζυγισμένο
είχε ζυγιστεί
ήταν ζυγισμένος, -η, -ο
είχαν ζυγιστεί
ήταν ζυγισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζυγίζωθα ζυγίζουμε, θα ζυγίζομεθα ζυγίζομαιθα ζυγιζόμαστε
θα ζυγίζειςθα ζυγίζετεθα ζυγίζεσαιθα ζυγίζεστε, θα ζυγιζόσαστε
θα ζυγίζειθα ζυγίζουν(ε)θα ζυγίζεταιθα ζυγίζονται
Fut
ur
θα ζυγίσωθα ζυγίσουμε, θα ζυγίζομεθα ζυγιστώθα ζυγιστούμε
θα ζυγίσειςθα ζυγίσετεθα ζυγιστείςθα ζυγιστείτε
θα ζυγίσειθα ζυγίσουν(ε)θα ζυγιστείθα ζυγιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζυγίσει
θα έχω ζυγισμένο
θα έχουμε ζυγίσει
θα έχουμε ζυγισμένο
θα έχω ζυγιστεί
θα είμαι ζυγισμένος, -η
θα έχουμε ζυγιστεί
θα είμαστε ζυγισμένοι, -ες
θα έχεις ζυγίσει
θα έχεις ζυγισμένο
θα έχετε ζυγίσει
θα έχετε ζυγισμένο
θα έχεις ζυγιστεί
θα είσαι ζυγισμένος, -η
θα έχετε ζυγιστεί
θα είστε ζυγισμένοι, -ες
θα έχει ζυγίσει
θα έχει ζυγισμένο
θα έχουν ζυγίσει
θα έχουν ζυγισμένο
θα έχει ζυγιστεί
θα είναι ζυγισμένος, -η, -ο
θα έχουν ζυγιστεί
θα είναι ζυγισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζυγίζωνα ζυγίζουμε, να ζυγίζομενα ζυγίζομαινα ζυγιζόμαστε
να ζυγίζειςνα ζυγίζετενα ζυγίζεσαινα ζυγίζεστε, να ζυγιζόσαστε
να ζυγίζεινα ζυγίζουν(ε)να ζυγίζεταινα ζυγίζονται
Aoristνα ζυγίσωνα ζυγίσουμε, να ζυγίσομενα ζυγιστώνα ζυγιστούμε
να ζυγίσειςνα ζυγίσετενα ζυγιστείςνα ζυγιστείτε
να ζυγίσεινα ζυγίσουν(ε)να ζυγιστείνα ζυγιστούν(ε)
Perfνα έχω ζυγίσει
να έχω ζυγισμένο
να έχουμε ζυγίσει
να έχουμε ζυγισμένο
να έχω ζυγιστεί
να είμαι ζυγισμένος, -η
να έχουμε ζυγιστεί
να είμαστε ζυγισμένοι, -ες
να έχεις ζυγίσει
να έχεις ζυγισμένο
να έχετε ζυγίσει
να έχετε ζυγισμένο
να έχεις ζυγιστεί
να είσαι ζυγισμένος, -η
να έχετε ζυγιστεί
να είστε ζυγισμένοι, -ες
να έχει ζυγίσει
να έχει ζυγισμένο
να έχουν ζυγίσει
να έχουν ζυγισμένο
να έχει ζυγιστεί
να είναι ζυγισμένος, -η, -ο
να έχουν ζυγιστεί
να είναι ζυγισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζύγιζεζυγίζετεζυγίζεστε
Aoristζύγισεζυγίστεζυγίσουζυγιστείτε
Part
izip
Presζυγίζονταςζυγιζόμενος
Perfέχοντας ζυγίσει, έχοντας ζυγισμένοζυγισμένος, -η, -οζυγισμένοι, -ες, -α
InfinAoristζυγίσειζυγιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback