πριονίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Oder bloß 'nen Flügel absägen? | να του ριξω, ή απλα να του ξυσω κανενα απο τα φτερα του? Übersetzung nicht bestätigt |
Und lassen Sie mich Ihnen versichern, dass ich nicht zu denen gehöre, sie sich selber den Ast absägen, auf dem sie sitzen. | Να σε διαβεβαιώσω ότι εγώ δεν είμαι από τους τύπους... που θα σκότωναν την πάπια που κάνει τα χρυσά αυγά. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich wollte niemanden absägen. | Απλώς για να καρατομήσουν κάποιον. Übersetzung nicht bestätigt |
Das ist dasselbe, als wenn ich mir selber ein Bein absägen würde. | Θα'ναι σαν να κόβω το πόδι μου! Übersetzung nicht bestätigt |
Irgendeiner will dich immer absägen. | Πάντα υπάρχει κάποιος που θέλει να χτυπήσει πισώπλατα. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | säge ab | ||
du | sägst ab | |||
er, sie, es | sägt ab | |||
Präteritum | ich | sägte ab | ||
Konjunktiv II | ich | sägte ab | ||
Imperativ | Singular | säg ab! säge ab! | ||
Plural | sägt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgesägt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:absägen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πριονίζω | πριονίζουμε, πριονίζομε | πριονίζομαι | πριονιζόμαστε |
πριονίζεις | πριονίζετε | πριονίζεσαι | πριονίζεστε, πριονιζόσαστε | ||
πριονίζει | πριονίζουν(ε) | πριονίζεται | πριονίζονται | ||
Imper fekt | πριόνιζα | πριονίζαμε | πριονιζόμουν(α) | πριονιζόμαστε, πριονιζόμασταν | |
πριόνιζες | πριονίζατε | πριονιζόσουν(α) | πριονιζόσαστε, πριονιζόσασταν | ||
πριόνιζε | πριόνιζαν, πριονίζαν(ε) | πριονιζόταν(ε) | πριονίζονταν, πριονιζόντανε, πριονιζόντουσαν | ||
Aorist | πριόνισα | πριονίσαμε | πριονίστηκα | πριονιστήκαμε | |
πριόνισες | πριονίσατε | πριονίστηκες | πριονιστήκατε | ||
πριόνισε | πριόνισαν, πριονίσαν(ε) | πριονίστηκε | πριονίστηκαν, πριονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω πριονίσει έχω πριονισμένο | έχουμε πριονίσει έχουμε πριονισμένο | έχω πριονιστεί είμαι πριονισμένος, -η | έχουμε πριονιστεί είμαστε πριονισμένοι, -ες | |
έχεις πριονίσει έχεις πριονισμένο | έχετε πριονίσει έχετε πριονισμένο | έχεις πριονιστεί είσαι πριονισμένος, -η | έχετε πριονιστεί είστε πριονισμένοι, -ες | ||
έχει πριονίσει έχει πριονισμένο | έχουν πριονίσει έχουν πριονισμένο | έχει πριονιστεί είναι πριονισμένος, -η, -ο | έχουν πριονιστεί είναι πριονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα πριονίσει είχα πριονισμένο | είχαμε πριονίσει είχαμε πριονισμένο | είχα πριονιστεί ήμουν πριονισμένος, -η | είχαμε πριονιστεί ήμαστε πριονισμένοι, -ες | |
είχες πριονίσει είχες πριονισμένο | είχατε πριονίσει είχατε πριονισμένο | είχες πριονιστεί ήσουν πριονισμένος, -η | είχατε πριονιστεί ήσαστε πριονισμένοι, -ες | ||
είχε πριονίσει είχε πριονισμένο | είχαν πριονίσει είχαν πριονισμένο | είχε πριονιστεί ήταν πριονισμένος, -η, -ο | είχαν πριονιστεί ήταν πριονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα πριονίζω | θα πριονίζουμε, | θα πριονίζομαι | θα πριονιζόμαστε | |
θα πριονίζεις | θα πριονίζετε | θα πριονίζεσαι | θα πριονίζεστε, | ||
θα πριονίζει | θα πριονίζουν(ε) | θα πριονίζεται | θα πριονίζονται | ||
Fut ur | θα πριονίσω | θα πριονίσουμε, | θα πριονιστώ | θα πριονιστούμε | |
θα πριονίσεις | θα πριονίσετε | θα πριονιστείς | θα πριονιστείτε | ||
θα πριονίσει | θα πριονίσουν(ε) | θα πριονιστεί | θα πριονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πριονίζω | να πριονίζουμε, | να πριονίζομαι | να πριονιζόμαστε |
να πριονίζεις | να πριονίζετε | να πριονίζεσαι | να πριονίζεστε, | ||
να πριονίζει | να πριονίζουν(ε) | να πριονίζεται | να πριονίζονται | ||
Aorist | να πριονίσω | να πριονίσουμε, | να πριονιστώ | να πριονιστούμε | |
να πριονίσεις | να πριονίσετε | να πριονιστείς | να πριονιστείτε | ||
να πριονίσει | να πριονίσουν(ε) | να πριονιστεί | να πριονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω πριονίσει | να έχουμε πριονίσει | να έχω πριονιστεί | να έχουμε πριονιστεί | |
να έχεις πριονίσει | να έχετε πριονίσει | να έχεις πριονιστεί | να έχετε πριονιστεί | ||
να έχει πριονίσει | να έχουν πριονίσει | να έχει πριονιστεί | να έχουν πριονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | πριόνιζε | πριονίζετε | πριονίζεστε | |
Aorist | πριόνισε | πριονίστε | πριονίσου | πριονιστείτε | |
Part izip | Pres | πριονίζοντας | πριονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας πριονίσει, έχοντας πριονισμένο | πριονισμένος, -η, -ο | πριονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πριονίσει | πριονιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.