πριονίζω Verb  [prionizo, prionizw]

sägen (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu πριονίζω

πριονίζω πριόνι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu πριονίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πριονίζωπριονίζουμε, πριονίζομεπριονίζομαιπριονιζόμαστε
πριονίζειςπριονίζετεπριονίζεσαιπριονίζεστε, πριονιζόσαστε
πριονίζειπριονίζουν(ε)πριονίζεταιπριονίζονται
Imper
fekt
πριόνιζαπριονίζαμεπριονιζόμουν(α)πριονιζόμαστε, πριονιζόμασταν
πριόνιζεςπριονίζατεπριονιζόσουν(α)πριονιζόσαστε, πριονιζόσασταν
πριόνιζεπριόνιζαν, πριονίζαν(ε)πριονιζόταν(ε)πριονίζονταν, πριονιζόντανε, πριονιζόντουσαν
Aoristπριόνισαπριονίσαμεπριονίστηκαπριονιστήκαμε
πριόνισεςπριονίσατεπριονίστηκεςπριονιστήκατε
πριόνισεπριόνισαν, πριονίσαν(ε)πριονίστηκεπριονίστηκαν, πριονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πριονίσει
έχω πριονισμένο
έχουμε πριονίσει
έχουμε πριονισμένο
έχω πριονιστεί
είμαι πριονισμένος, -η
έχουμε πριονιστεί
είμαστε πριονισμένοι, -ες
έχεις πριονίσει
έχεις πριονισμένο
έχετε πριονίσει
έχετε πριονισμένο
έχεις πριονιστεί
είσαι πριονισμένος, -η
έχετε πριονιστεί
είστε πριονισμένοι, -ες
έχει πριονίσει
έχει πριονισμένο
έχουν πριονίσει
έχουν πριονισμένο
έχει πριονιστεί
είναι πριονισμένος, -η, -ο
έχουν πριονιστεί
είναι πριονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πριονίσει
είχα πριονισμένο
είχαμε πριονίσει
είχαμε πριονισμένο
είχα πριονιστεί
ήμουν πριονισμένος, -η
είχαμε πριονιστεί
ήμαστε πριονισμένοι, -ες
είχες πριονίσει
είχες πριονισμένο
είχατε πριονίσει
είχατε πριονισμένο
είχες πριονιστεί
ήσουν πριονισμένος, -η
είχατε πριονιστεί
ήσαστε πριονισμένοι, -ες
είχε πριονίσει
είχε πριονισμένο
είχαν πριονίσει
είχαν πριονισμένο
είχε πριονιστεί
ήταν πριονισμένος, -η, -ο
είχαν πριονιστεί
ήταν πριονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πριονίζωθα πριονίζουμε, θα πριονίζομεθα πριονίζομαιθα πριονιζόμαστε
θα πριονίζειςθα πριονίζετεθα πριονίζεσαιθα πριονίζεστε, θα πριονιζόσαστε
θα πριονίζειθα πριονίζουν(ε)θα πριονίζεταιθα πριονίζονται
Fut
ur
θα πριονίσωθα πριονίσουμε, θα πριονίζομεθα πριονιστώθα πριονιστούμε
θα πριονίσειςθα πριονίσετεθα πριονιστείςθα πριονιστείτε
θα πριονίσειθα πριονίσουν(ε)θα πριονιστείθα πριονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πριονίσει
θα έχω πριονισμένο
θα έχουμε πριονίσει
θα έχουμε πριονισμένο
θα έχω πριονιστεί
θα είμαι πριονισμένος, -η
θα έχουμε πριονιστεί
θα είμαστε πριονισμένοι, -ες
θα έχεις πριονίσει
θα έχεις πριονισμένο
θα έχετε πριονίσει
θα έχετε πριονισμένο
θα έχεις πριονιστεί
θα είσαι πριονισμένος, -η
θα έχετε πριονιστεί
θα είστε πριονισμένοι, -ες
θα έχει πριονίσει
θα έχει πριονισμένο
θα έχουν πριονίσει
θα έχουν πριονισμένο
θα έχει πριονιστεί
θα είναι πριονισμένος, -η, -ο
θα έχουν πριονιστεί
θα είναι πριονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πριονίζωνα πριονίζουμε, να πριονίζομενα πριονίζομαινα πριονιζόμαστε
να πριονίζειςνα πριονίζετενα πριονίζεσαινα πριονίζεστε, να πριονιζόσαστε
να πριονίζεινα πριονίζουν(ε)να πριονίζεταινα πριονίζονται
Aoristνα πριονίσωνα πριονίσουμε, να πριονίσομενα πριονιστώνα πριονιστούμε
να πριονίσειςνα πριονίσετενα πριονιστείςνα πριονιστείτε
να πριονίσεινα πριονίσουν(ε)να πριονιστείνα πριονιστούν(ε)
Perfνα έχω πριονίσει
να έχω πριονισμένο
να έχουμε πριονίσει
να έχουμε πριονισμένο
να έχω πριονιστεί
να είμαι πριονισμένος, -η
να έχουμε πριονιστεί
να είμαστε πριονισμένοι, -ες
να έχεις πριονίσει
να έχεις πριονισμένο
να έχετε πριονίσει
να έχετε πριονισμένο
να έχεις πριονιστεί
να είσαι πριονισμένος, -η
να έχετε πριονιστεί
να είστε πριονισμένοι, -ες
να έχει πριονίσει
να έχει πριονισμένο
να έχουν πριονίσει
να έχουν πριονισμένο
να έχει πριονιστεί
να είναι πριονισμένος, -η, -ο
να έχουν πριονιστεί
να είναι πριονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπριόνιζεπριονίζετεπριονίζεστε
Aoristπριόνισεπριονίστεπριονίσουπριονιστείτε
Part
izip
Presπριονίζονταςπριονιζόμενος
Perfέχοντας πριονίσει, έχοντας πριονισμένοπριονισμένος, -η, -οπριονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristπριονίσειπριονιστεί



Utrum Singular Plural
unbestimmt bestimmt unbestimmt bestimmt
Nominativ (en) sägen sägnen sägner sägnerna
Genitiv sägens sägnens sägners sägnernas





Griechische Definition zu πριονίζω

πριονίζω [prionízo] -ομαι : 1. κόβω κτ., δουλεύω με πριόνι: Πριόνισε τα κάγκελα του κελιού και απόδρασε από τη φυλακή. Aπ΄ το πρωί πριονίζει στο εργαστήριο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback