ablesen
 Verb

διαβάζω Verb
(5)
DeutschGriechisch
Ich kann sie ablesen. Von deinen Augen.Τις διαβάζω στα μάτια σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Zwei Stunden am Tag, hauptsächlich vom Teleprompter ablesen.2 ώρες την ημέρα διαβάζω το μόνιτορ.

Übersetzung nicht bestätigt

Sprecht einfach langsam und artikuliert Eure Worte, dann kann ich sie von Euren Lippen ablesen.Μίλα απλώς σιγά, άρθρωνε τις λέξεις και θα διαβάζω τα χείλη σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Druck sie aus, ich will nicht vom Monitor ablesen.Για τύπωσέ τα, δεν μ' αρέσει να τα διαβάζω στην οθόνη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin taub, deswegen höre ich nicht, was Sie sagen, aber ich kann von den Lippen ablesen.Είμαι κωφή. Δεν κατάλαβα τι είπες, αλλά μπορώ να διαβάζω τα χείλια.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
ablesen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαβάζωδιαβάζουμε, διαβάζομεδιαβάζομαιδιαβαζόμαστε
διαβάζειςδιαβάζετεδιαβάζεσαιδιαβάζεστε, διαβαζόσαστε
διαβάζειδιαβάζουν(ε)διαβάζεταιδιαβάζονται
Imper
fekt
διάβαζαδιαβάζαμεδιαβαζόμουν(α)διαβαζόμαστε, διαβαζόμασταν
διάβαζεςδιαβάζατεδιαβαζόσουν(α)διαβαζόσαστε, διαβαζόσασταν
διάβαζεδιάβαζαν, διαβάζαν(ε)διαβαζόταν(ε)διαβάζονταν, διαβαζόντανε, διαβαζόντουσαν
Aoristδιάβασαδιαβάσαμεδιαβάστηκαδιαβαστήκαμε
διάβασεςδιαβάσατεδιαβάστηκεςδιαβαστήκατε
διάβασεδιάβασαν, διαβάσαν(ε)διαβάστηκεδιαβάστηκαν, διαβαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαβάσει
έχω διαβασμένο
έχουμε διαβάσει
έχουμε διαβασμένο
έχω διαβαστεί
είμαι διαβασμένος, -η
έχουμε διαβαστεί
είμαστε διαβασμένοι, -ες
έχεις διαβάσει
έχεις διαβασμένο
έχετε διαβάσει
έχετε διαβασμένο
έχεις διαβαστεί
είσαι διαβασμένος, -η
έχετε διαβαστεί
είστε διαβασμένοι, -ες
έχει διαβάσει
έχει διαβασμένο
έχουν διαβάσει
έχουν διαβασμένο
έχει διαβαστεί
είναι διαβασμένος, -η, -ο
έχουν διαβαστεί
είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαβάσει
είχα διαβασμένο
είχαμε διαβάσει
είχαμε διαβασμένο
είχα διαβαστεί
ήμουν διαβασμένος, -η
είχαμε διαβαστεί
ήμαστε διαβασμένοι, -ες
είχες διαβάσει
είχες διαβασμένο
είχατε διαβάσει
είχατε διαβασμένο
είχες διαβαστεί
ήσουν διαβασμένος, -η
είχατε διαβαστεί
ήσαστε διαβασμένοι, -ες
είχε διαβάσει
είχε διαβασμένο
είχαν διαβάσει
είχαν διαβασμένο
είχε διαβαστεί
ήταν διαβασμένος, -η, -ο
είχαν διαβαστεί
ήταν διαβασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαβάζωθα διαβάζουμε, θα διαβάζομεθα διαβάζομαιθα διαβαζόμαστε
θα διαβάζειςθα διαβάζετεθα διαβάζεσαιθα διαβάζεστε, θα διαβαζόσαστε
θα διαβάζειθα διαβάζουν(ε)θα διαβάζεταιθα διαβάζονται
Fut
ur
θα διαβάσωθα διαβάσουμε, θα διαβάσομεθα διαβαστώθα διαβαστούμε
θα διαβάσειςθα διαβάσετεθα διαβαστείςθα διαβαστείτε
θα διαβάσειθα διαβάσουν(ε)θα διαβαστείθα διαβαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαβάσει
θα έχω διαβασμένο
θα έχουμε διαβάσει
θα έχουμε διαβασμένο
θα έχω διαβαστεί
θα είμαι διαβασμένος, -η
θα έχουμε διαβαστεί
θα είμαστε διαβασμένοι, -ες
θα έχεις διαβάσει
θα έχεις διαβασμένο
θα έχετε διαβάσει
θα έχετε διαβασμένο
θα έχεις διαβαστεί
θα είσαι διαβασμένος, -η
θα έχετε διαβαστεί
θα είστε διαβασμένοι, -ες
θα έχει διαβάσει
θα έχει διαβασμένο
θα έχουν διαβάσει
θα έχουν διαβασμένο
θα έχει διαβαστεί
θα είναι διαβασμένος, -η, -ο
θα έχουν διαβαστεί
θα είναι διαβασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαβάζωνα διαβάζουμε, να διαβάζομενα διαβάζομαινα διαβαζόμαστε
να διαβάζειςνα διαβάζετενα διαβάζεσαινα διαβάζεστε, να διαβαζόσαστε
να διαβάζεινα διαβάζουν(ε)να διαβάζεταινα διαβάζονται
Aoristνα διαβάσωνα διαβάσουμε, να διαβάσομενα διαβαστώνα διαβαστούμε
να διαβάσειςνα διαβάσετενα διαβαστείςνα διαβαστείτε
να διαβάσεινα διαβάσουννα διαβαστείνα διαβαστούν(ε)
Perfνα έχω διαβάσει
να έχω διαβασμένο
να έχουμε διαβάσει
να έχουμε διαβασμένο
να έχω διαβαστεί
να είμαι διαβασμένος, -η
να έχουμε διαβαστεί
να είμαστε διαβασμένοι, -ες
να έχεις διαβάσει
να έχεις διαβασμένο
να έχετε διαβάσει
να έχετε διαβασμένο
να έχεις διαβαστεί
να είσαι διαβασμένος, -η
να έχετε διαβαστεί
να είστε διαβασμένοι, -ες
να έχει διαβάσει
να έχει διαβασμένο
να έχουν διαβάσει
να έχουν διαβασμένο
να έχει διαβαστεί
να είναι διαβασμένος, -η, -ο
να έχουν διαβαστεί
να είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάβαζεδιαβάζετεδιαβάζεστε
Aoristδιάβασεδιαβάστεδιαβάσουδιαβαστείτε
Part
izip
Presδιαβάζονταςδιαβαζόμενος
Perfέχοντας διαβάσει, έχοντας διαβασμένοδιαβασμένος, -η, -οδιαβασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαβάσειδιαβαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback