Deutsch | Griechisch |
---|---|
Es war das Ziel der Gesetzgeber und Vollstrecker... das Gesetz strikt auf Prinzipien aufzubauen... die niedrige Beweggründe, Machtgier... und alltägliche unklare Gedanken übersteigen. | Στόχος των νομοθετών και των διαχειριστών νόμου ήταν η δημιουργία νόμων που βασίζονται σε αρχές οι οποίες είναι υπεράνω των συναισθημάτων, της απληστίας και της ελεύθερης σκέψης της καθημερινής ζωής. Übersetzung nicht bestätigt |
Es darf aber 18.000 nicht übersteigen. | Πιστεύεις ότι θα το κρατήσεις κάτω από τις 18.000; Übersetzung nicht bestätigt |
Sie sind es, die ständig gerufen werden, um Dienste zu verrichten, die das normale Maß übersteigen. | Αυτοί είναι οι άντρες που πάντα καλούνται για υπηρεσίες πάνω και πέρα από το καθήκον. Übersetzung nicht bestätigt |
Er will wohl in das Motorboot an der Mole übersteigen. | Μαντεύω ότι θέλει να φτάσει στη βενζινάκατο δίπλα στην προβλήτα. Übersetzung nicht bestätigt |
100 Messerstiche übersteigen normalen patriotischen Eifer. | Όχι πολύ ωραια εικονα, φοβαμαι. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
überschreiten |
übersteigen |
(eine Grenze) knacken |
(über etwas) hinausgehen |
größer sein (als) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | übersteige | ||
du | übersteigst | |||
er, sie, es | übersteigt | |||
Präteritum | ich | überstieg | ||
Konjunktiv II | ich | überstiege | ||
Imperativ | Singular | übersteig! übersteige! | ||
Plural | übersteigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
überstiegen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:übersteigen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπερβαίνω | υπερβαίνουμε, υπερβαίνομε |
υπερβαίνεις | υπερβαίνετε | ||
υπερβαίνει | υπερβαίνουν(ε) | ||
Imper fekt | υπερέβαινα | υπερβαίναμε | |
υπερέβαινες | υπερβαίνατε | ||
υπερέβαινε | υπερέβαιναν, υπερβαίναν(ε) | ||
Aorist | (υπερέβηκα) | (υπερβήκαμε) | |
(υπερέβηκες) | (υπερβήκατε) | ||
(υπερέβηκε) υπερέβη | (υπερβήκανε) υπερέβησαν | ||
Per fekt | έχω υπερβεί | έχουμε υπερβεί | |
έχεις υπερβεί | έχετε υπερβεί | ||
έχει υπερβεί | έχουν υπερβεί | ||
Plu per fekt | είχα υπερβεί | είχαμε υπερβεί | |
είχες υπερβεί | είχατε υπερβεί | ||
είχε υπερβεί | είχαν υπερβεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπερβαίνω | θα υπερβαίνουμε, θα υπερβαίνομε | |
θα υπερβαίνεις | θα υπερβαίνετε | ||
θα υπερβαίνει | θα υπερβαίνουν(ε) | ||
Fut ur | θα υπερβώ | θα υπερβούμε, θα υπερβόμε | |
θα υπερβείς | θα υπερβέτε | ||
θα υπερβεί | θα υπερβούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω υπερβεί | θα έχουμε υπερβεί | |
θα έχεις υπερβεί | θα έχετε υπερβεί | ||
θα έχει υπερβεί | θα έχουν υπερβεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπερβαίνω | να υπερβαίνουμε, να υπερβαίνομε |
να υπερβαίνεις | να υπερβαίνετε | ||
να υπερβαίνει | να υπερβαίνουν(ε) | ||
Aorist | να υπερβώ | να υπερβούμε, να υπερβόμε | |
να υπερβείς | να υπερβέτε | ||
να υπερβεί | να υπερβούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπερβεί | να έχουμε υπερβεί | |
να έχεις υπερβεί | να έχετε υπερβεί | ||
να έχει υπερβεί | να έχουν υπερβεί | ||
Imper ativ | Pres | υπερέβαινε | υπερβαίνετε |
Aorist | υπερβείτε | ||
Part izip | Pres | υπερβαίνοντας | |
Perf | έχοντας υπερβεί | ||
Infin | Aorist | υπερβεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.