αντιδρώ Verb  [antidro, antithro, antidrw]

  Verb
(4)
  Verb
(0)

Etymologie zu αντιδρώ

αντιδρώ altgriechisch ἀντιδρῶ


GriechischDeutsch
Από τότε που ανέλαβα τη θέση της Επιτρόπου, επιδιώκω πάντα να μιλώ με τα κράτη μέλη σχετικά με τα ζητήματα που τα αφορούν και προσπαθώ να αντιδρώ όταν βλέπω ένα σημαντικό ζήτημα.Während meiner Zeit als Kommissarin habe ich mich sehr bemüht, mit den Mitgliedstaaten über die Themen zu sprechen, über die sie am meisten besorgt sind, und ich habe versucht, zu reagieren, wenn ich ein wichtiges Thema sehen konnte.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αντιδρώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αντιδρώ, αντιδράωαντιδρούμε, αντιδράμε
αντιδράςαντιδράτε
αντιδρά, αντιδράειαντιδρούν(ε), αντιδράν(ε)
Imper
fekt
αντιδρούσααντιδρούσαμε
αντιδρούσεςαντιδρούσατε
αντιδρούσεαντιδρούσαν(ε)
Aoristαντέδρασααντιδράσαμε
αντέδρασεςαντιδράσατε
αντέδρασεαντέδρασαν, αντιδράσανε
Perf
ekt
έχω αντιδράσειέχουμε αντιδράσει
έχεις αντιδράσειέχετε αντιδράσει
έχει αντιδράσειέχουν αντιδράσει
Plu
perf
ekt
είχα αντιδράσειείχαμε αντιδράσει
είχες αντιδράσειείχατε αντιδράσει
είχε αντιδράσειείχαν αντιδράσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αντιδρώ, θα αντιδράωθα αντιδρούμε, θα αντιδράμε
θα αντιδράςθα αντιδράτε
θα αντιδρά, θα αντιδράειθα αντιδρούν(ε), θα αντιδράν(ε)
Fut
ur
θα αντιδράσωθα αντιδράσουμε, θα αντιδράσομε
θα αντιδράσειςθα αντιδράσετε
θα αντιδράσειθα αντιδράσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αντιδράσειθα έχουμε αντιδράσει
θα έχεις αντιδράσειθα έχετε αντιδράσει
θα έχει αντιδράσειθα έχουν αντιδράσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αντιδρώ, να αντιδράωνα αντιδρούμε, να αντιδράμε
να αντιδράςνα αντιδράτε
να αντιδρά, να αντιδράεινα αντιδρούν(ε), να αντιδράν(ε)
Aoristνα αντιδράσωνα αντιδράσουμε, να αντιδράσομε
να αντιδράσειςνα αντιδράσετε
να αντιδράσεινα αντιδράσουν(ε)
Perfνα έχω αντιδράσεινα έχουμε αντιδράσει
να έχεις αντιδράσεινα έχετε αντιδράσει
να έχει αντιδράσεινα έχουν αντιδράσει
Imper
ativ
Presαντιδράτε
Aoristαντέδρασεαντιδράστε, αντιδράσετε
Part
izip
Presαντιδρώντας
Perfέχοντας αντιδράσει
InfinAoristαντιδράσει







Griechische Definition zu αντιδρώ

αντιδρώ [andiδró] .4α αόρ. αντέδρασα, απαρέμφ. αντιδράσει : 1. ενερ γώ και η ενέργειά μου αυτή έχει ως αιτία μια άλλη ενέργεια ή κατάσταση. α. Tο κοινό αντέδρασε θετικά στην κυβερνητική έκκληση. || (ψυχ., φυσιολ.): Tο μωρό αντιδρά κλαίγοντας. Aντιδρά η συνείδηση / ο οργανισμός στα εξωτερικά ερεθίσματα. Ο άρρωστος αντέδρασε θετικά στο φάρμακο. β. εναντιώνομαι σε κτ. που θεωρώ εχθρικό, δυσάρεστο, ασύμφορο κτλ.: αντιδρώ ενεργητικά / παθητικά. Ο λαός αντέδρασε έντονα στη δικτατορία. αντιδρώ σ΄ ένα συνοικέσιο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback