herhalten
 Verb

κρατώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dann musst du herhalten.Κι εσύ μου κάνεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Diesmal musst du herhalten.Δεν θα τα ονομάσει όλα με το όνομα μου. Τώρα είναι η σειρά σου, Νταίζη.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber das sieht dir ähnlich, immer soll ich herhalten, das kenne ich schon.Δε θα τα πάρει μαζί του στον τάφο του, είπες!

Übersetzung nicht bestätigt

Wollen Sie für lhren Jungen herhalten, Lagana?Ψάχνεις αντικαταστάτη για τον μπράβο σου, Λαγκάνα;

Übersetzung nicht bestätigt

Sie würden ihren fetten Hals für niemanden herhalten.Δεν θα ρίσκαρες το κεφάλι σου για κανέναν, έτσι;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
herhalten
fungieren
eignen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρατάω, κρατώκρατάμε, κρατούμεκρατιέμαικρατιόμαστε
κρατάςκρατάτεκρατιέσαικρατιέστε, κρατιόσαστε
κρατάει, κρατάκρατάν(ε), κρατούν(ε)κρατιέταικρατιούνται, κρατιόνται
Imper
fekt
κρατούσα, κράταγακρατούσαμε, κρατάγαμεκρατιόμουν(α)κρατιόμαστε, κρατιόμασταν
κρατούσες, κράταγεςκρατούσατε, κρατάγατεκρατιόσουν(α)κρατιόσαστε, κρατιόσασταν
κρατούσε, κράταγεκρατούσαν(ε), κράταγαν, κρατάγανεκρατιόταν(ε)κρατιόνταν(ε), κρατιούνταν, κρατιόντουσαν
Aoristκράτησακρατήσαμεκρατήθηκακρατηθήκαμε
κράτησεςκρατήσατεκρατήθηκεςκρατηθήκατε
κράτησεκράτησαν, κρατήσαν(ε)κρατήθηκεκρατήθηκαν, κρατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κρατήσει
έχω κρατημένο
έχουμε κρατήσει
έχουμε κρατημένο
έχω κρατηθεί
είμαι κρατημένος, -η
έχουμε κρατηθεί
είμαστε κρατημένοι, -ες
έχεις κρατήσει
έχεις κρατημένο
έχετε κρατήσει
έχετε κρατημένο
έχεις κρατηθεί
είσαι κρατημένος, -η
έχετε κρατηθεί
είστε κρατημένοι, -ες
έχει κρατήσει
έχει κρατημένο
έχουν κρατήσει
έχουν κρατημένο
έχει κρατηθεί
είναι κρατημένος, -η, -ο
έχουν κρατηθεί
είναι κρατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κρατήσει
είχα κρατημένο
είχαμε κρατήσει
είχαμε κρατημένο
είχα κρατηθεί
ήμουν κρατημένος, -η
είχαμε κρατηθεί
ήμαστε κρατημένοι, -ες
είχες κρατήσει
είχες κρατημένο
είχατε κρατήσει
είχατε κρατημένο
είχες κρατηθεί
ήσουν κρατημένος, -η
είχατε κρατηθεί
ήσαστε κρατημένοι, -ες
είχε κρατήσει
είχε κρατημένο
είχαν κρατήσει
είχαν κρατημένο
είχε κρατηθεί
ήταν κρατημένος, -η, -ο
είχαν κρατηθεί
ήταν κρατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρατάω, θα κρατώθα κρατάμε, θα κρατούμεθα κρατιέμαιθα κρατιόμαστε
θα κρατάςθα κρατάτεθα κρατιέσαιθα κρατιέστε, θα κρατιόσαστε
θα κρατάει, θα κρατάθα κρατάν(ε), θα κρατούν(ε)θα κρατιέταιθα κρατιούνται, θα κρατιόνται
Fut
ur
θα κρατήσωθα κρατήσουμε, θα κρατήσομεθα κρατηθώθα κρατηθούμε
θα κρατήσειςθα κρατήσετεθα κρατηθείςθα κρατηθείτε
θα κρατήσειθα κρατήσουν(ε)θα κρατηθείθα κρατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρατήσει
θα έχω κρατημένο
θα έχουμε κρατήσει
θα έχουμε κρατημένο
θα έχω κρατηθεί
θα είμαι κρατημένος, -η
θα έχουμε κρατηθεί
θα είμαστε κρατημένοι, -ες
θα έχεις κρατήσει
θα έχεις κρατημένο
θα έχετε κρατήσει
θα έχετε κρατημένο
θα έχεις κρατηθεί
θα είσαι κρατημένος, -η
θα έχετε κρατηθεί
θα είστε κρατημένοι, -ες
θα έχει κρατήσει
θα έχει κρατημένο
θα έχουν κρατήσει
θα έχουν κρατημένο
θα έχει κρατηθεί
θα είναι κρατημένος, -η, -ο
θα έχουν κρατηθεί
θα είναι κρατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρατάω, να κρατώνα κρατάμε, να κρατούμενα κρατιέμαινα κρατιόμαστε
να κρατάςνα κρατάτενα κρατιέσαινα κρατιέστε, να κρατιόσαστε
να κρατάει, να κρατάνα κρατάν(ε), να κρατούν(ε)να κρατιέταινα κρατιούνται, να κρατιόνται
Aoristνα κρατήσωνα κρατήσουμε, να κρατήσομενα κρατηθώνα κρατηθούμε
να κρατήσειςνα κρατήσετενα κρατηθείςνα κρατηθείτε
να κρατήσεινα κρατήσουν(ε)να κρατηθείνα κρατηθούν(ε)
Perfνα έχω κρατήσει
να έχω κρατημένο
να έχουμε κρατήσει
να έχουμε κρατημένο
να έχω κρατηθεί
να είμαι κρατημένος, -η
να έχουμε κρατηθεί
να είμαστε κρατημένοι, -ες
να έχεις κρατήσει
να έχεις κρατημένο
να έχετε κρατήσει
να έχετε κρατημένο
να έχεις κρατηθεί
να είσαι κρατημένος, -η
να έχετε κρατηθεί
να είστε κρατημένοι, -η
να έχει κρατήσει
να έχει κρατημένο
να έχουν κρατήσει
να έχουν κρατημένο
να έχει κρατηθεί
να είναι κρατημένος, -η, -ο
να έχουν κρατηθεί
να είναι κρατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκράτα, κράταγεκρατάτεκρατιέστε
Aoristκράτησε, κράτακρατήστεκρατήσουκρατηθείτε
Part
izip
Presκρατώντας
Perfέχοντας κρατήσει, έχοντας κρατημένοκρατημένος, -η, -οκρατημένοι, -ες, -α
InfinAoristκρατήσεικρατηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback