{η}  όχθη Subst.  [ochthi, oxthh]

{das}    Subst.
(204)

Etymologie zu όχθη

όχθη altgriechisch ὄχθη


GriechischDeutsch
1 = ανάντη, 2 = κατάντη, 3 = στην αριστερή όχθη, 4 = στη δεξιά όχθη, 0 = άγνωστη = εξ ορισμού, το υπόλοιπο δεν χρησιμοποιείται.1 = bergwärts, 2 = talwärts, 3 = zum linken Ufer, 4 = zum rechten Ufer, 0 = unbekannt = Standard, Rest nicht verwenden.

Übersetzung bestätigt

Ευρώπη (κεντρική και βόρεια) έως Ασία (εκτός της νότιας Βαλκανικής)/Κοντά σε τεχνητές και φυσικές λίμνες και υδατορρεύματα (όχθες, λειμώνες)(Mittelund Nordeuropa) bis Asien (außer Süd-Balkan)/Nähe von Teichen, Seen, Flüssen (Ufer, Wiesen)

Übersetzung bestätigt

Σε επιλεγμένα σημεία δειγματοληψίας, συλλέγουμε δείγματα νερού γεμίζοντας αποστειρωμένους σωλήνες ή φιάλες μίας χρήσεως, εάν είναι δυνατόν, σε βάθος κάτω των 30 cm και εντός αποστάσεως 2 m από την όχθη.An ausgewählten Probenahmestellen, wenn möglich in mindestens 30 cm Tiefe und in 2 m Entfernung zum Ufer, Wasserproben ziehen und in sterile Einwegröhrchen oder -flaschen füllen.

Übersetzung bestätigt

Οι δήμοι Arboletas, Necocli, San Pedro de Urah, Turbo, Apartado, Chigorodo, Mutata, Daheiba, Uramita, Murindo, Riosucio (δεξιά όχθη του ποταμού Atrato) και FrontinoDie Gemeinden Arboletas, Necocli, San Pedro de Urah, Turbo, Apartado, Chigorodo, Mutata, Daheiba, Uramita, Murindo, Riosucio (rechtes Atrato-Ufer) und Frontino

Übersetzung bestätigt

Σημειακό χωροαντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει έναν θαλάσσιο ή εσωτερικό λιμένα με απλουστευμένο τρόπο, με κατά προσέγγιση τοποθέτηση στην όχθη της υδάτινης μάζας στην οποία βρίσκεται ο λιμένας.Ein punktförmiges Geo-Objekt, das zur Darstellung eines Seeoder Binnenhafens in vereinfachter Form dient und am Ufer des Gewässers an dem der Hafen liegt, in etwa an dessen Standort platziert ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Ufer
Küste
Gestade



Griechische Definition zu όχθη

όχθη η [óxθi] : η καθεμιά από τις δύο λωρίδες ξηράς που περιορίζουν από δεξιά και αριστερά μια σημαντική ροή νερού: Οι όχθες ενός ποταμού / του χειμάρρου. Ομαλές / απόκρημνες όχθες. Δεξιά* / αριστερή* όχθη. Περνάω στην απέναντι όχθη. || (επέκτ.) για τη λωρίδα στεριάς που περικλείει οποιαδήποτε σημαντική ποσότητα νερού: Οι όχθες της λίμνης. || ακτή: Για να ελέγχει κάποιος ένα θαλάσσιο πέρασμα πρέπει να κατέχει και τις δύο του όχθες. ΦΡ η άλλη όχθη, η διαφορετική άποψη και εκείνοι που την υποστηρίζουν· η άλλη πλευρά.

[λόγ. < αρχ. ὄχθη]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback