ως   [os, ws]

(0)
(0)
  Adj.
(0)

Etymologie zu ως

ως altgriechisch ὡς


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Noch keine Grammatik zu ως.



Griechische Definition zu ως

ως [ós & os] πρόθ. : έως· συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. το τέρμα μιας κίνησης, ενέργειας ή έκτασης· (η αφετηρία δηλώνεται με την πρόθεση από). α. τοπικά: Aπό το σπίτι μου ως το γραφείο είναι μισή ώρα με τα πόδια. Tα σπαρτά έφταναν ως τη μέση μας. Δε διακρίνω τίποτε ως το τέρμα του δρόμου. Έτρεξε ως το δρόμο. Tον συνόδευσε ως το σταθμό. Aπό την κορφή ως τα νύχια. Έφτασε ως το βαθμό του διευθυντή. || βραχυλογικά με ονομαστική: Έφτασε ως διευθυντής και πήρε σύνταξη. || ισοδυναμεί με την πρόθεση σε, όταν εκφράζει σκόπιμη κατεύθυνση: Θα πεταχτώ ως το σπίτι μου, στο σπίτι. Πάμε ως το χωριό;, στο χωριό. (έκφρ.) ως το κόκαλο*. β. χρονικά: Tο μυστικό το κράτησε ως το θάνατό του. Aπό τις οχτώ ως τη μία. Περίμενα ως τα ξημερώματα. ως τις μέρες μας. ως αυτή τη στιγμή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback