{die} Subst. (1307) |
{der} Glimmstängel (ugs.) Subst.(0) |
τσιγάρο venezianisch cigaro spanisch cigarro μάγια του Γιουκατάν siyar (καπνίζω φύλλα καπνού)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το φιαλίδιο περιέχει νικοτίνη, ένωση πρόσδοσης οσμής για τσιγάρα και συνήθη πρόσθετα τροφίμων. | Die Ampulle enthält Nikotin, eine spezielle Duftstoffmischung für Zigaretten und übliche Lebensmittelzusatzstoffe. Übersetzung bestätigt |
Τα ποσοτικά όρια για απαλλαγή από το φόρο κύκλου εργασιών και από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης καθορίζονται σε 40 τσιγάρα και σε 1 λίτρο οινοπνευματωδών ποτών για προσωπική κατανάλωση. | Die Höchstmengen für die Befreiung von der Umsatzsteuer und der Verbrauchsteuer und von anderen Abgaben werden auf 40 Zigaretten und 1 Liter Spirituosen für den Eigenverbrauch festgelegt. Übersetzung bestätigt |
Πούρα, πούρα με κομμένο άκρο, πουράκια και τσιγάρα, από καπνό ή υποκατάστατα του καπνού | Zigarren (einschließlich Stumpen), Zigarillos und Zigaretten, aus Tabak oder Tabakersatzstoffen Übersetzung bestätigt |
Υφασμάτινα κουτιά/θήκες για γυαλιά, τσιγάρα και πούρα, αναπτήρες και χτένες | Futterale bzw. Etuis für Brillen, Zigaretten und Zigarren, Feuerzeuge und Kämme, aus Gewebe Übersetzung bestätigt |
τσιγάρα: 800 τεμάχια, | Zigaretten: 800 Stück, Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Zigarette | die Zigaretten |
Genitiv | der Zigarette | der Zigaretten |
Dativ | der Zigarette | den Zigaretten |
Akkusativ | die Zigarette | die Zigaretten |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Glimmstängel | die Glimmstängel |
Genitiv | des Glimmstängels | der Glimmstängel |
Dativ | dem Glimmstängel | den Glimmstängeln |
Akkusativ | den Glimmstängel | die Glimmstängel |
τσιγάρο το [tsiγáro] : ψιλοκομμένος καπνός τυλιγμένος σε λεπτό χαρτί, το τσιγαρόχαρτο, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα μικρό κύλινδρο: Bαριά / ελαφρά τσιγάρα. Tσιγάρα με φίλτρο. Kαπνίζω ένα τσιγάρο. Aνάβω / σβήνω το τσιγάρο. Kόβω το τσιγάρο, σταματώ το κάπνισμα. Στρίβω ένα τσιγάρο, τυλίγω με το χέρι τον καπνό στο χαρτί. Ένα πακέτο τσιγάρα. Kαπνίζω το ένα τσιγάρο πάνω στ΄ άλλο, αδιάκοπα. Tο χωριό είναι ένα τσιγάρο / δύο τσιγάρα δρόμο από δω, τρόπος υπολογισμού της απόστασης, συνήθ. από χωρικό, με βάση το χρόνο που χρειάζεται κάποιος για να καπνίσει ένα τσιγάρο. (έκφρ.) κάνω / πίνω ένα τσιγάρο, καπνίζω.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.