{το}  τρένο Subst.  [treno]

{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu τρένο

τρένο italienisch treno französisch train traîner (σέρνω) παλαιά französisch traïner mittellateinisch *tragīnāre *tragere lateinisch trahere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος traho proto-indogermanisch *tragʰ- (σχεδιάζω, σύρω, τραβώ)


GriechischDeutsch
να είναι συμβατά με τα συστήματα λήψης ρεύματος που είναι εγκατεστημένα στα τρένα.mit den Stromabnahmeeinrichtungen der Züge kompatibel sein.

Übersetzung bestätigt

να είναι συμβατά με τα συστήματα λήψης ρεύματος που είναι εγκατεστημένα στα τρέναmit den Stromabnahmeeinrichtungen der Züge kompatibel sein.“

Übersetzung bestätigt

«Τα τρένα πρέπει να διαθέτουν μεγαφωνικό σύστημα που να επιτρέπει τη διαβίβαση μηνυμάτων προς τους επιβάτες εκ μέρους του προσωπικού των αμαξοστοιχιών και του επί του εδάφους προσωπικό ελέγχου.».„Die Züge müssen mit einer Lautsprecheranlage ausgestattet sein, damit das Fahrpersonal und das Personal in den Betriebsleitstellen Mitteilungen an die Reisenden durchgeben können.“

Übersetzung bestätigt

τρένα μεγάλης ταχύτητας και τρένα πολύ μεγάλης («TGV»/ «TTGV»): […] %,Hochgeschwindigkeitszüge und „Trains à très grande vitesse“ (Züge mit sehr hoher Geschwindigkeit) (TTGV): […] %,

Übersetzung bestätigt

Τα τρένα πρέπει να είναι εξοπλισμένα με συσκευή καταγραφής.Die Züge sind mit einem Fahrtenschreiber auszustatten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
αμαξοστοιχία
σιδηρόδρομος
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Durchzug
Luftzug
Zug
Zugluft



Griechische Definition zu τρένο

τρένο το [tréno] : σύνολο από βαγόνια που τα σέρνει μηχανή και που κινούνται επάνω σε σιδηροτροχιές· σιδηρόδρομος· (πρβ. αμαξοστοιχία): Aτμοκίνητο / ηλεκτροκίνητο τρένο. Tου αρέσει να ταξιδεύει με (το) τρένο. Bιάζεται για να μη χάσει το τρένο. Θα πάρω το τρένο των εννέα. Ο σταθμός των τρένων. Kάθε μέρα κατεβαίνει από την Aθήνα στον Πειραιά με το τρένο, τον ηλεκτρικό, τον υπόγειο. ΦΡ χάνω το τρένο, την ευκαιρία: Όταν θα βάλεις μυαλό, θα ΄χεις χάσει πια το τρένο (της ζωής). || (συνήθ. πληθ.) η συγκοινωνία που γίνεται με τρένο: Tα ελληνικά τρένα έχουν ανάγκη εκσυγχρονισμού. τρενάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό τρένο: Tο τρένο του Πηλίου. β. μικρογραφία τρένου που χρησιμοποιείται κυρίως ως παιδικό παιχνίδι.

[ιταλ. treno < γαλλ. train < αγγλ. train]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback