συνεννόηση συνεννοούμαι + -ση
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για να μπορεί μια τέτοια προσέγγιση να είναι συναφής σε μια υπόθεση όπως η παρούσα, η Επιτροπή έπρεπε να αξιολογήσει (i) αν ο δικαστής θα καταδίκαζε το κράτος μέλος για το ότι ανέστειλε την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου κοινωνικών μέτρων χωρίς συνεννόηση με τη διοίκηση της επιχείρησης, (ii) το ποσό το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί το κράτος μέλος να καταβάλει με βάση αυτή την υπόθεση και (iii) κατά πόσο ήταν πιθανό να συμβεί αυτό. | Um ein solches Vorgehen in einem Fall wie dem vorliegenden als erheblich ansehen zu können, müsste die Kommission i) bewerten, ob ein Richter den Mitgliedstaat verurteilt hätte, weil er ohne Absprache mit der Geschäftsleitung des Unternehmens den betreffenden Sozialplan ausgesetzt hat, ii) den Betrag schätzen, den der Mitgliedstaat in diesem Fall aufgrund des Urteils hätte zahlen müssen, und iii) die Wahrscheinlichkeit des Eintretens eines solchen Falls bewerten. Übersetzung bestätigt |
Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι από τα έγγραφα της υπόθεσης συνάγεται ότι ένα σχέδιο κοινωνικών μέτρων που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και βασίζεται στο σχέδιο κοινωνικής δράσης του 2002, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή την άνοιξη του 2005, ανεστάλη στις 25 Απριλίου 2005 από το μέτοχο της SNCM χωρίς συνεννόηση με τη διοίκηση της επιχείρησης. | Die Kommission stellt fest, dass im vorliegenden Fall aus den Akten hervorgeht, dass ein ausgehandelter, auf dem Sozialplan von 2002 beruhender und im Frühjahr 2005 eingeführter Sozialplan am 25. April 2005 vom Aktionär der SNCM ohne Absprache mit der Geschäftsleitung des Unternehmens ausgesetzt wurde. Übersetzung bestätigt |
Ακόμη, η Επιτροπή επισημαίνει ότι λόγω της έκρυθμης κοινωνικής κατάστασης το καλοκαίρι του 2004 που επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση της SNCM, ο μέτοχος της επιχείρησης έθεσε σε εφαρμογή, την άνοιξη του 2005, πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων, η εφαρμογή του οποίου ανεστάλη τον Απρίλιο του 2005 σε συνεννόηση με τα συνδικάτα. | Die Kommission betont weiterhin, dass der Aktionär des Unternehmens aufgrund des rauen sozialen Klimas im Sommer 2004, das der Finanzlage der SNCM geschadet hat, im Frühjahr 2005 einen Sozialplan eingeführt hat, der in Absprache mit den Gewerkschaften im April 2005 ausgesetzt wurde. Übersetzung bestätigt |
Εάν η Επιτροπή ζητήσει από τον αιτούντα συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με θέματα διαχείρισης της επικινδυνότητας, καθορίζει, σε συνεννόηση με τον αιτούντα, μια προθεσμία εντός της οποίας είναι δυνατόν να της διαβιβαστούν οι πληροφορίες αυτές. | Fordert die Kommission vom Antragsteller ergänzende Informationen zu Aspekten im Zusammenhang mit dem Risikomanagement an, legt sie in Absprache mit dem Antragsteller eine Frist fest, binnen der diese Informationen vorgelegt werden können. Übersetzung bestätigt |
Λόγω του μεγάλου αριθμού των εμπλεκόμενων εταιρειών, αποφασίστηκε να γίνει χρήση των διατάξεων περί δειγματοληψίας και, για το λόγο αυτό, επελέγη ένα δείγμα εταιρειών παραγωγής, με τον υψηλότερο όγκο εξαγωγών στην Κοινότητα (παραγωγοί-εξαγωγείς), σε συνεννόηση με τους εκπροσώπους του νορβηγικού κλάδου παραγωγής. | Angesichts der Vielzahl der beteiligten Unternehmen wurde entschieden, mit einer Stichprobe zu arbeiten; zu diesem Zweck wurde in Absprache mit den Vertretern des norwegischen Wirtschaftszweigs eine Stichprobe der Hersteller gebildet, die die größten Mengen zur Ausfuhr in die Gemeinschaft verkauften (ausführende Hersteller). Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Absprache | die Absprachen |
Genitiv | der Absprache | der Absprachen |
Dativ | der Absprache | den Absprachen |
Akkusativ | die Absprache | die Absprachen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Verständigung | die Verständigungen |
Genitiv | der Verständigung | der Verständigungen |
Dativ | der Verständigung | den Verständigungen |
Akkusativ | die Verständigung | die Verständigungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Rücksprache | die Rücksprachen |
Genitiv | der Rücksprache | der Rücksprachen |
Dativ | der Rücksprache | den Rücksprachen |
Akkusativ | die Rücksprache | die Rücksprachen |
συνεννόηση η [sinenóisi] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεννοούμαι. 1α. συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων για να αποφασιστεί κτ.: Tο δημόσιο βρίσκεται / ήρθε σε συνεννόηση με ξένες εταιρείες. Οι συνεννοήσεις που έγιναν μεταξύ εργατών και εργοδοσίας δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Tην περίμενα το πρωί, έγινε όμως κακή συνεννόηση και εκείνη ήρθε το απόγευμα. Ύστερα από συνεννόηση / κατόπιν συνεννοήσεως με τους προϊσταμένους του ανέλαβε την τακτοποίηση του ζητήματος. β. η κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα όταν αυτά έχουν τις ίδιες ιδέες, απόψεις ή αντιλήψεις ή όταν ο καθένας προσπαθεί να καταλάβει και να δεχτεί τις διαφορετικές αντιλήψεις του άλλου: Όταν υπάρχει συνεννόηση στην οικογένεια, λύνονται όλα τα προβλήματα. H συνεννόηση μεταξύ των λαών προάγει τις καλές σχέσεις. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.