σταθεροποιώ Verb  [statheropio, statheropoiw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σταθεροποιώ

σταθεροποιώ σταθερός+ποιώ που σημαίνει φτιάχνω, δηλαδή κάνω κάτι σταθερό


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σταθεροποιώ

απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
σταθεροποιήσει
μετοχή (ενεστώτας)
σταθεροποιώντας
προσωπικές εγκλίσεις
td>σταθεροποίεισταθεροποιείτε
αόριστοςσταθεροποίησεσταθεροποιήστε









Griechische Definition zu σταθεροποιώ

σταθεροποιώ [staθeropió] -ούμαι : κάνω κτ. σταθερό, πετυχαίνω τη σταθερότητα ενός πράγματος (συνήθ. για μεγέθη, τιμές κτλ.): Γίνεται προσπάθεια για να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται. || Σταθεροποίησε τη θέση του μέσα στην επιχείρηση, την εδραίωσε.

[λόγ. < ελνστ. σταθεροποιῶ `στερεώνω΄ & σημδ. γαλλ. consodivder]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback