{η}  στένωση Subst.  [stenosi, stenwsh]

(116)
{die}  
Stenose (fachspr.)
  Subst.
(80)

Etymologie zu στένωση

στένωση Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Μη φυσιολογικές αρτηρίες, ουλώδης ιστός στις αρτηρίες, θρόμβωση στις αρτηρίες, στένωση των αρτηριών, προσωρινή ερυθρότητα του προσώπου/δέρματος, οίδημα προσώπουAbnorme Arterien, Vernarbung der Arterien, Gerinnselbildung in den Arterien, Verengung der Arterien, vorübergehende Rötung im Gesicht/der Haut, Gesichtsschwellung

Übersetzung bestätigt

Η αµλοδιπίνη εµποδίζει τη µετακίνηση του ασβεστίου στο τοίχωµα του αιµοφόρου αγγείου, πράγµα το οποίο εµποδίζει τη στένωση των αιµοφόρων αγγείων.Amlodipin verhindert das Einströmen von Calcium in die Blutgefäßwand und somit die Verengung der Blutgefäße.

Übersetzung bestätigt

Η αμλοδιπίνη εμποδίζει τη μετακίνηση του ασβεστίου στο τοίχωμα του αιμοφόρου αγγείου, πράγμα το οποίο εμποδίζει τη στένωση των αιμοφόρων αγγείων.Amlodipin verhindert das Einströmen von Calcium in die Blutgefäßwand und somit die Verengung der Blutgefäße.

Übersetzung bestätigt

Αναπνευστικό: στένωση των αεραγωγών των πνευμόνων (κυρίως σε ασθενείς με πάθηση που ήδη υπάρχει, δυσκολία στην αναπνοή, βουλωμένη μύτη.Atmung: Verengung der Atemwege in den Lungen (insbesondere bei Patienten mit einer solchen Vorerkrankung), Atembeschwerden, verstopfte Nase.

Übersetzung bestätigt

Αναπνευστικό: στένωση των αεραγωγών των πνευμόνων (κυρίως σε ασθενείς με πάθηση που ήδη υπάρχει) αγκομαχητό ή δυσκολία στην αναπνοή, συμπτώματα κρυολογήματος, συμφόρηση στο στήθος, λοίμωξη στην κοιλότητα της μύτης, φτέρνισμα, μπουκωμένη μύτη, ξηρότητα μύτης, καταρροή, αιμορραγία της μύτης, άσθμα, οπισθορρινική καταρροή .Atmung: Verengung der Atemwege in den Lungen (insbesondere bei Patienten mit entsprechender Vorerkrankung), Kurzatmigkeit oder Atembeschwerden, Erkältungssymptome, Engegefühl in der Brust, Nasennebenhöhlenentzündung, Niesen, verstopfte Nase, trockene Nase, laufende Nase, Nasenbluten, Asthma, Rachenreizung.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu στένωση.



Singular

Plural

Nominativdie Stenose

die Stenosen

Genitivder Stenose

der Stenosen

Dativder Stenose

den Stenosen

Akkusativdie Stenose

die Stenosen




Griechische Definition zu στένωση

στένωση η [sténosi] : ελάττωση του πλάτους: στένωση ενός σωλήνα. || (ιατρ.) ελάττωση της διαμέτρου ή του ανοίγματος ενός πόρου ή ενός στομίου στον ανθρώπινο οργανισμό: στένωση της αορτής / του πυλωρού / των σαλπίγγων / των καρδιακών στομίων.

[λόγ. < ελνστ. στένω(σις) `στένεμα΄ -ση σημδ. γαλλ. rétrécissement]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback