{ο}  σβέρκος Subst.  [sverkos, sberkos]

{der}    Subst.
(15)
{das}    Subst.
(11)

Etymologie zu σβέρκος

σβέρκος albanisch zverk


GriechischDeutsch
Χοιρομέρια (ζαμπόν), ωμοπλάτες, μπροστινά μέρη, θωρακο-οσφυϊκή χώρα με ή χωρίς σβέρκο, ή σβέρκοι μόνοι τους, θωρακο-οσφυϊκή χώρα, με ή χωρίς κιλότο, χωρίς κόκαλα [4] [5]Schinken, Schultern, Vorderteile, Kotelettstränge mit oder ohne Nacken, oder Nacken gesondert, Kotelettstränge mit oder ohne Hüfte, ohne Knochen [4] [5]

Übersetzung bestätigt

Χοιρομέρια (ζαμπόν), ωμοπλάτες, μπροστινά μέρη, θωρακο-οσφυϊκή χώρα με ή χωρίς σβέρκο, ή σβέρκοι μόνοι τους, θωρακο-οσφυϊκή χώρα, με ή χωρίς κιλότο, χωρίς κόκαλα [2] [3]Schinken, Schultern, Vorderteile, Kotelettstränge mit oder ohne Nacken, oder Nacken gesondert, Kotelettstränge mit oder ohne Hüfte, ohne Knochen [2] [3]

Übersetzung bestätigt

Η θωρακο-οσφυϊκή χώρα και οι σβέρκοι νοούνται με ή χωρίς το δέρμα, το λαρδί, όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 25 mm πάχους.Die Kotelettstränge und Nacken verstehen sich mit oder ohne Schwarte, die zugehörige Speckschicht darf jedoch 25 mm nicht übersteigen.

Übersetzung bestätigt

Θωρακο-οσφυϊκή χώρα, με ή χωρίς σβέρκο, ή σβέρκοι μόνοι τους, θωρακο-οσφυϊκή χώρα, με ή χωρίς κιλότο [2] [3]Kotelettstränge, mit oder ohne Nacken, oder Nacken gesondert, Kotelettstränge mit oder ohne Hüfte [2] [3]

Übersetzung bestätigt

Η θωρακο-οσφυϊκή χώρα και οι σβέρκοι νοούνται με ή χωρίς το δέρμα, το λαρδί, όμως, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 25 mm πάχους.Die Kotelettstränge und Nacken verstehen sich mit oder ohne Schwarte, die zugehörige Speckschicht darf jedoch 25 mm nicht übersteigen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
τράχηλος
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Hals
Genick



Griechische Definition zu σβέρκος

σβέρκος ο [zvérkos] : το πίσω μέρος του λαιμού· αυχένας, τράχηλος: Πιάστηκε ο σβέρκος μου από την ακινησία. Tον βούτηξε από το σβέρκο. ΦΡ κάθομαι στο σβέρκο κάποιου / καβαλώ κπ. στο σβέρκο, επιβάλλω σε κπ. τη θέλησή μου καταπιέζοντάς τον: Δε θα τον αφήσω εγώ να μου κάτσει στο σβέρκο. κόψε το σβέρκο σου / να κόψεις το σβέρκο σου· ΣYN ΦΡ κόψε το λαιμό σου / να κόψεις το λαιμό σου, να κάνεις τα πάντα για να βρεις λύση, να τα καταφέρεις. δεν πα να κόψει το σβέρκο του!· ΣYN ΦΡ δεν πα να κόψει το λαιμό του!, αδιαφορώ για ό,τι θα κάνει κάποιος, γιατί έχει αγνοήσει τις συμβουλές μου ή γιατί είμαι αποφασισμένος να μην υποχωρήσω στις απαιτήσεις του: Δεν πα να κόψει το σβέρκο του, δεν του δίνω φράγκο. ψωνίζω* από σβέρκο.

[αλβ. zverk -ος (αρσ. κατά το λαιμός)· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback