{η}  παρενόχληση Subst.  [parenochlisi, parenoxlhsh]

{die}    Subst.
(508)
{das}    Subst.
(15)

Etymologie zu παρενόχληση

παρενόχληση altgriechisch παρενόχλησις


GriechischDeutsch
Σεξουαλική παρενόχλησηSexuelle Belästigung

Übersetzung bestätigt

Άσκηση καταναγκασμού ή πιέσεων, παρενοχλητική παρακολούθηση, παρενόχληση ή επίθεση ψυχολογικού ή συναισθηματικού χαρακτήραNötigung, Druck, beharrliche Nachstellung, Belästigung und moralische oder psychische Angriffe

Übersetzung bestätigt

την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση βασιζομένη στην απόρριψη της εν λόγω συμπεριφοράς ή στην υποταγή σε αυτήν·Belästigung und sexuelle Belästigung sowie jede nachteilige Behandlung aufgrund der Zurückweisung oder Duldung solcher Verhaltensweisen durch die betreffende Person;

Übersetzung bestätigt

«σεξουαλική παρενόχληση»: όταν εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος·„sexuelle Belästigung“ jede Form von unerwünschtem Verhalten sexueller Natur, das sich in unerwünschter verbaler, nicht-verbaler oder physischer Form äußert und das bezweckt oder bewirkt, dass die Würde der betreffenden Person verletzt wird, insbesondere wenn ein von Einschüchterungen, Anfeindungen, Erniedrigungen, Entwürdigungen und Beleidigungen gekennzeichnetes Umfeld geschaffen wird;

Übersetzung bestätigt

«παρενόχληση»: όταν εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος·Belästigung“ unerwünschte auf das Geschlecht einer Person bezogene Verhaltensweisen, die bezwecken oder bewirken, dass die Würde der betreffenden Person verletzt und ein von Einschüchterungen, Anfeindungen, Erniedrigungen, Entwürdigungen oder Beleidigungen gekennzeichnetes Umfeld geschaffen wird;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu παρενόχληση

παρενόχληση η [parenóxdivsi] : α. (λόγ.) η ενόχληση, η απασχόληση κάποιου την ώρα που ασχολείται με κτ. ή ησυχάζει. || Σεξουαλική παρενόχληση, λόγια, χειρονομίες κτλ. σεξουαλικού περιεχομένου που απευθύνονται σε πρόσωπο του αντίθετου φύλου, το οποίο όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται αλλά ενοχλείται από αυτήν τη συμπεριφορά: Yψηλά ιστάμενα πρόσωπα έχουν συχνά κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση. β. (στρατ.) η πίεση, η απασχόληση του αντιπάλου με μικρές, ξαφνικές επιθετικές ενέργειες: παρενόχληση αντίπαλου στρατεύματος.

[λόγ.: α: μσν. παρενόχλησις < παρενοχλη- (παρενοχλώ) -σις > -ση· β: σημδ. γαλλ. harcèlement]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback