{ο}  οπαδός Subst.  [opados, opathos]

{der}    Subst.
(54)
{der}    Subst.
(1)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu οπαδός

οπαδός (λόγιο) altgriechisch ὀπαδός (δωρικός τύπος, αττικός τύπος: ὀπηδός) συνοδός, ακόλουθος[1] ὀπάζω ἔπομαι


GriechischDeutsch
Οι οπαδοί του διέπραξαν βιαιοπραγίες με την υποστήριξη της αστυνομίας.Seine Anhänger wurden von Polizei bei Gewaltakten unterstützt.

Übersetzung bestätigt

Από την άποψη αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση σημειώνει με ανησυχία τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι οπαδοί των πολιτικών κομμάτων που εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στην εξουσία.Die Europäische Union nimmt diesbezüglich mit Besorgnis Kenntnis von den Schwierigkeiten, auf die Anhänger der politischen Oppositionsparteien gestoßen sind.

Übersetzung bestätigt

Εν προκειμένω, το Συμβούλιο τονίζει ότι είναι σκόπιμο να ληφθούν όλα τα δημοκρατικά μέτρα ώστε όλοι οι υποψήφιοι και οι οπαδοί τους να μπορέσουν να συμμετάσχουν ασφαλώς και πλήρως στην εκλογική διαδικασία.In diesem Zusammenhang betont der Rat, wie wichtig es ist, dass alle erforderlichen Maßnahmen getroffen werden, damit alle Bewerber und ihre Anhänger unter sicheren Bedingungen und ohne Beschränkungen an den Wahlen teilnehmen können.

Übersetzung bestätigt

Σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες και με σημαντικό προσωπικό κίνδυνο, οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης και οι οπαδοί τους πρόσφεραν στους Λευκορώσους μια δημοκρατική εναλλακτική λύση.Kandidaten der Opposition und ihre Anhänger haben der belarussischen Bevölkerung unter sehr schwierigen Umständen und unter großen persönlichen Risiken eine demokratische Alternative angeboten.

Übersetzung bestätigt

Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι δεν είμαι άκριτα οπαδός της γενετικής μηχανικής.Diejenigen, die mich kennen, wissen, daß ich kein kritikloser Anhänger der Gentechnik bin.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
ακόλουθος
θαυμαστής
σύντροφος
συμπαραστάτης



Griechische Definition zu οπαδός

οπαδός ο [opaδós] : αυτός που δέχεται τις ιδέες ή γενικά τις απόψεις κάποιου και ενεργεί σύμφωνα με αυτές· (πρβ. θιασώτης): οπαδός μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας / μιας ομάδας. Στελέχη, μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Tο κόμμα κάλεσε τους οπαδούς του να απόσχουν από τις εκλογές. Ένθερμος / φανατικός οπαδός. || (μειωτ.): Είμαι φίλαθλος και όχι οπαδός. || (επέκτ.) γι΄ αυτόν που του αρέσει κτ.: Είναι οπαδός της μπίρας.

[λόγ. < αρχ. ὀπαδός (δωρ. διάλ., αλλά κοινό και στη λογοτ., αττ. ὀπηδός) `ακόλουθος, συνοδός΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback