ονομάζω altgriechisch ὀνομάζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κύριε Επίτροπε, αναφέρομαι σε μία από τις απαντήσεις σας στις προηγούμενες ερωτήσεις, όπου μνημονεύετε αυτό που ονομάζω πιθανό "κλείδωμα" της Συνθήκης έναντι των κινδύνων παρέκκλισης, και κυρίως τη διαφοροποίηση των κυρώσεων που μπορούν να πλήξουν κάποιο κράτος μέλος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, για παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών. | Herr Kommissar, ich beziehe mich auf Ihre Antwort auf eine vorangegangene Frage, in der Sie auf die Möglichkeiten eingingen, den Vertrag wie ich es nennen will wasserdicht zu machen angesichts der Gefahren von Fehlentwicklungen, und insbesondere auf die Diversifizierung der Sanktionen, die gegen einen Mitgliedstaat in Anwendung von Artikel 7 wegen Verletzung der Grundfreiheiten verhängt werden können. Übersetzung bestätigt |
Τα θαρραλέα ρόδα του Αφγανιστάν, όπως προτιμώ να ονομάζω αυτές τις γυναίκες χρειάζονται την αλληλεγγύη μας, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κυρίως οι γυναίκες στηρίζει όλες τις οργανώσεις, όλα τα προγράμματα που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση των γυναικών στο Αφγανιστάν. | Die mutigen Rosen von Afghanistan, so möchte ich diese Frauen nennen, brauchen unsere Solidarität, und das Europäische Parlament, vor allen Dingen die Frauen, unterstützt alle Organisationen, alle Projekte, die die Lage der Frauen in Afghanistan verbessern können. Übersetzung bestätigt |
Και όταν έχω αυτό το διπλωμένο σχήμα το οποίο ονομάζω βάση, μπορείτε να κάνετε τα πόδια στενότερα, μπορείτε να τα λυγίσετε, μπορείτε να το μεταμορφώσετε στο τελικό σχήμα. | Und dann, wenn ich diese gefaltete Form habe, die wir die Basis nennen, kann man die Beine schmaler machen, man kann sie biegen, man kann sie in die fertige Form bringen. Übersetzung nicht bestätigt |
Το καλύτερο εδώ στις αναδυόμενες οικονομίες -τις ονομάζω Νέα Ανατολή -θα περάσουν το όριο του αέρα. | Das meiste davon hier in den Schwellenländern -ich nennen Sie den Neuen Osten -sie werden die Fluglinie überspringen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ονομάζω | ονομάζουμε, ονομάζομε | ονομάζομαι | ονομαζόμαστε |
ονομάζεις | ονομάζετε | ονομάζεσαι | ονομάζεστε, ονομαζόσαστε | ||
ονομάζει | ονομάζουν(ε) | ονομάζεται | ονομάζονται | ||
Imper fekt | ονόμαζα | ονομάζαμε | ονομαζόμουν(α) | ονομαζόμαστε, ονομαζόμασταν | |
ονόμαζες | ονομάζατε | ονομαζόσουν(α) | ονομαζόσαστε, ονομαζόσασταν | ||
ονόμαζε | ονόμαζαν, ονομάζαν(ε) | ονομαζόταν(ε) | ονομάζονταν, ονομαζόντανε, ονομαζόντουσαν | ||
Aorist | ονόμασα | ονομάσαμε | ονομάστηκα | ονομαστήκαμε | |
ονόμασες | ονομάσατε | ονομάστηκες | ονομαστήκατε | ||
ονόμασε | ονόμασαν, ονομάσαν(ε) | ονομάστηκε | ονομάστηκαν, ονομαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ονομάσει | έχουμε ονομάσει | έχω ονομαστεί | έχουμε ονομαστεί | |
έχεις ονομάσει | έχετε ονομάσει | έχεις ονομαστεί | έχετε ονομαστεί | ||
έχει ονομάσει | έχουν ονομάσει | έχει ονομαστεί | έχουν ονομαστεί | ||
Plu per fekt | είχα ονομάσει είχα ονομασμένο | είχαμε ονομάσει είχαμε ονομσμένο | είχα ονομαστεί ήμουν ονομασμένος, -η | είχαμε ονομαστεί ήμαστε ονομασμένοι, -ες | |
είχες ονομάσει είχες ονομασμένο | είχατε ονομάσει είχατε ονομασμένο | είχες ονομαστεί ήσουν ονομασμένος, -η | είχατε ονομαστεί ήσαστε ονομασμένοι, -ες | ||
είχε ονομάσει είχε ονομασμένο | είχαν ονομάσει είχαν ονομασμένο | είχε ονομαστεί ήταν ονομασμένος, -η, -ο | είχαν ονομαστεί ήταν ονομασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ονομάζω | θα ονομάζουμε, | θα ονομάζομαι | θα ονομαζόμαστε | |
θα ονομάζεις | θα ονομάζετε | θα ονομάζεσαι | θα ονομάζεστε, | ||
θα ονομάζει | θα ονομάζουν(ε) | θα ονομάζεται | θα ονομάζονται | ||
Fut ur | θα ονομάσω | θα ονομάσουμε, | θα ονομαστώ | θα ονομαστούμε | |
θα ονομάσεις | θα ονομάσετε | θα ονομαστείς | θα ονομαστείτε | ||
θα ονομάσει | θα ονομάσουν(ε) | θα ονομαστεί | θα ονομαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ονομάσει θα έχω ονομασμένο | θα έχουμε ονομάσει θα έχουμε ονομασμένο | θα έχω ονομαστεί θα είμαι ονομασμένος, -η | θα έχουμε ονομαστεί | |
θα έχεις ονομάσει θα έχεις ονομασμένο | θα έχετε ονομάσει θα έχετε ονομασμένο | θα έχεις ονομαστεί θα είσαι ονομασμένος, -η | θα έχετε ονομαστεί θα είστε ονομασμένοι, -ες | ||
θα έχει ονομάσει θα έχει ονομασμένο | θα έχουν ονομάσει θα έχουν ονομασμένο | θα έχει ονομαστεί θα είναι ονομασμένος, -η, -ο | θα έχουν ονομαστεί θα είναι ονομασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ονομάζω | να ονομάζουμε, | να ονομάζομαι | να ονομαζόμαστε |
να ονομάζεις | να ονομάζετε | να ονομάζεσαι | να ονομάζεστε, | ||
να ονομάζει | να ονομάζουν(ε) | να ονομάζεται | να ονομάζονται | ||
Aorist | να ονομάσω | να ονομάσουμε, | να ονομαστώ | να ονομαστούμε | |
να ονομάσεις | να ονομάσετε | να ονομαστείς | να ονομαστείτε | ||
να ονομάσει | να ονομάσουν(ε) | να ονομαστεί | να ονομαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ονομάσει να έχω ονομασμένο | να έχουμε ονομάσει | να έχω ονομαστεί | να έχουμε ονομαστεί | |
να έχεις ονομάσει | να έχετε ονομάσει να έχετε ονομασμένο | να έχεις ονομαστεί να είσαι ονομασμένος, -η | να έχετε ονομαστεί να είστε ονομασμένοι, -ες | ||
να έχει ονομάσει να έχει ονομασμένο | να έχουν ονομάσει να έχουν ονομασμένο | να έχει ονομαστεί | να έχουν ονομαστεί | ||
Imper ativ | Pres | ονόμαζε | ονομάζετε | ονομάζεστε | |
Aorist | ονόμασε | ονομάστε | ονομάσου | ονομαστείτε | |
Part izip | Pres | ονομάζοντας | ονομαζόμενος | ||
Perf | έχοντας ονομάσει, | ονομασμένος, -η, -ο | ονομασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ονομάσει | ονομαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | nenne | ||
du | nennst | |||
er, sie, es | nennt | |||
Präteritum | ich | nannte | ||
Konjunktiv II | ich | nennte | ||
Imperativ | Singular | nenn! nenne! | ||
Plural | nennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
genannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nennen |
ονομάζω [onomázo] -ομαι : 1α. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ., έτσι ώστε να διακρίνεται από τα όμοιά του: Ίδρυσε μια νέα πόλη και την ονόμασε Aλεξάνδρεια. || (για πρόσ.): Πώς το ονόμασαν το παιδί; Ο Σαούλ βαφτίστηκε και ονομάστηκε Παύλος. Πώς ονομάζεσαι;, ποιο είναι το όνομά σου, πώς σε λένε; Ονομάζομαι Aντώνης Nικολάου. || (για ζώο): Tο γάτο μας τον ονομάσαμε Φιντέλ. β. χαρακτηρίζω κτ. με συγκεκριμένη ονομασία που βασίζεται στις ιδιότητές του: Kυκλικές οργανικές ενώσεις ονομάζονται οι χημικές ενώσεις που [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.