{η}  ομολογία Subst.  [omologia, omolojia]

{das}    Subst.
(35)
{die}    Subst.
(9)

Etymologie zu ομολογία

ομολογία altgriechisch ὁμολογία


GriechischDeutsch
Αυτό ακούγεται πραγματικά πολύ σαν ομολογία του Πέτρου στο κατά Ματθαίον 16 ότι ο Ιησούς είναι "ο Χριστός, ο γιος του ζωντανού Θεού. "Das klingt eigentlich viel wie das Bekenntnis des Petrus in Matthäus 16 dass Jesus "der Christus, der Sohn des lebendigen Gottes. "

Übersetzung nicht bestätigt

Για δύο λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα ομολογία του χαρακτήρα μεταφέρει τον επισκέπτη να προβληματιστούν σχετικά με την κατάσταση των γυναικών σήμερα, οπουδήποτε στον κόσμο.Für zwei Minuten und 50 Sekunden Bekenntnis Charakter nimmt den Besucher auf dem Status von Frauen zu reflektieren heute, überall auf der Welt.

Übersetzung nicht bestätigt

(Συνοπτικά) Σ ύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα, αλλά στην ομολογία πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, πως δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο «αδιαιρέτως, ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως», και ο άνθρωπος ήλθε σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό, στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε υποστατικά, δηλαδή σε μία και μοναδική υπόσταση, ο Θεός και ο άνθρωπος.Übersetzung: Sr. Matthaia ©Heiliges Kloster Pantokratoros Gemäß dem Orthodoxen Glauben, ist die Kirche nicht auf schriftlichen Texten gegründet, sondern auf dem Bekenntnis, daß Christus Gottmensch ist, daß sich also in der Person Christi Gott mit dem Menschen vereint, „unteilbar, unwandelbar, unverwechselbar, untrennbar“; und der Mensch kam in wahre Gemeinschaft mit Gott, und in der Person Christi wurden Gott und Mensch hypostatisch vereinigt, d.h. zu einer einzigen Persönlichkeit.

Übersetzung nicht bestätigt

(Αυτό το αντιλήφθηκα μετά από 24 χρόνια, όταν κάποιος μου είπε «Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την εκκλησία μας έτσι απλά, αφού έκανες αυτήν την ομολογία»).(Das fiel mir erst 24 Jahre später auf, als jemand zu mir sagte, „Du kannst doch nicht so einfach unsere Kirche verlassen, nachdem Du dieses Bekenntnis abgelegt hast!")

Übersetzung nicht bestätigt

10:10 Για με την καρδιά, πιστεύουμε εις δικαιοσύνης; αλλά με το στόμα, ομολογία είναι σωτηρία.10:10 Denn mit dem Herzen, wir glauben, zu Gerechtigkeit; aber mit dem Mund, Bekenntnis zum Heil.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu ομολογία

ομολογία η [omolojía] : 1. παραδοχή και αναγνώριση γεγονότων, πράξεων, λόγων ή των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτά: Έγγραφη / προφορική ομολογία. Δημόσια / σιωπηρή ομολογία. Kατά κοινή / γενική ομολογία, όπως όλοι παραδέχονται ή πιστεύουν. α. (νομ.) παραδοχή από κπ. ότι είναι υπαίτιος ή ένοχος: Εξώδικη / δικαστική ομολογία. H ομολογία αποσπάστηκε με χρήση ψυχολογικής βίας. β. (εκκλ., ιστ.) δημόσια διακήρυξη της πίστης σε μία θρησκεία ή ένα δόγμα· ομολογία πίστεως. γ. η καθεμία από τις υποδιαιρέσεις της εκκλησίας των διαμαρτυρομένων: Στη δοξολογία θα παραστούν εκπρόσωποι όλων των χριστιανικών δογμάτων και ομολογιών. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback