ξεχωριστά Adv.  [ksechorista, ksexwrista]

  Adj.
(710)

Etymologie zu ξεχωριστά

ξεχωριστά ξεχωριστός


GriechischDeutsch
Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να τα θεωρήσει ως ξεχωριστά μέτρα και απορρίπτει και σε αυτήν την περίπτωση το επιχείρημα της KfW σχετικά με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς [42].Deshalb kann die Kommission diese nicht getrennt von den ersten drei Maßnahmen betrachten und hält auch hier das von der KfW vorgebrachte Argument des marktwirtschaftlich handelnden Kapitalgebers für nicht stichhaltig [42].

Übersetzung bestätigt

Τα συστήματα λογιστικής για τις δραστηριότητες φορέα χρέωσης διοδίων και παρόχου ΕΥΤ τηρούνται ξεχωριστά και από λογαριασμούς που αφορούν οποιοδήποτε άλλο τύπο δραστηριοτήτων ώστε να μπορεί να γίνει σαφής εκτίμηση των δαπανών και των προσόδων σε σχέση με την παροχή της ΕΥΤ.Die Buchführungssysteme für die Tätigkeiten eines Mauterhebers und die Tätigkeiten eines EETS-Anbieters sind von der Buchführung über etwaige andere Tätigkeiten getrennt zu halten, so dass eine eindeutige Bewertung von Kosten und Nutzen im Zusammenhang mit der Bereitstellung des EETS vorgenommen werden kann.

Übersetzung bestätigt

Κατά συνέπεια οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά.Die Tätigkeiten sind daher getrennt zu prüfen.

Übersetzung bestätigt

Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επενδύσεις στην κάμινο κοκ επέτρεπαν «την τήρηση περισσότερο αυστηρών κριτηρίων» όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος: τα δύο σχέδια που κοινοποιήθηκαν ξεχωριστά θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί ως ενιαίο σχέδιο [13].Das Gericht erster Instanz kam zu dem Ergebnis, dass die Investitionen in die Kokerei ermöglichten, „die verbindlichen Umweltnormen [zu] übertreffen“: Die beiden getrennt angemeldeten Vorhaben sind dabei als einziges Vorhaben zu betrachten [13].

Übersetzung bestätigt

Οι ουγγρικές αρχές κοινοποίησαν τα περισσότερα από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν μεταξύ του 1998 και του 2002 υπέρ της Postabank ως μέτρα αναδιάρθρωσης, ενώ η δέσμευση παροχής αποζημιώσεων σε σχέση με την ιδιωτικοποίηση της τράπεζας κοινοποιήθηκε ξεχωριστά.Die ungarischen Behörden haben die meisten, zugunsten der PB zwischen 1998 und 2002 gewährten Maßnahmen als Umstrukturierungsmaßnahmen, die Verpflichtungen zum Ausgleich im Zusammenhang mit der Privatisierung der PB hingegen getrennt angemeldet.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ξεχωριστά.



Griechische Definition zu ξεχωριστά

ξεχωριστά, επίρρ.· ξεχωριστάς.

1) Κατ’ ιδίαν, ιδιαιτέρως:
σ’ έκραξα εδεπά ξεχωριστά (Ροδολ. Ά 89· Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 2).
2)
α) Μεμονωμένα (με επόμ. γεν. προσωπ. αντων.):
ο βασιλεύς με λογισμόν ξεχωριστά του πάγει (Χούμνου, Κοσμογ. 726
β) έκφρ. ξεχωριστά από = χωριστά από, χωρίς:
(Λεηλ. Παροικ. 634).
3) Χωριστά ο καθένας ή το καθένα:
πάσα κιανείς για λόγου του ξεχωριστά κοπιώντας (Πανώρ. Πρόλ. 37· Ροδολ. Γ́ 82).
4)
α) Ιδίως, ιδιαιτέρως:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1366]
εις όλας μεν τας ημέρας, αμή ξεχωριστά εις τες Κυριακές (Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 454· Διαθ. 17. αι. 318· )>
β) περισσότερο:
Ξεχωριστά αφεντάκης του παρ’ άλλο είχε διά το παιδί καημό μεγάλο (Λεηλ. Παροικ. 453).
5) Επιπλέον:
(Φορτουν. Γ́ 343).
6) Τόσο περισσότερο, κυρίως:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [337, 1039]).
[<επίθ. ξεχωριστός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback