μυρίζω Verb  [mirizo, myrizw]

  Verb
(146)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu μυρίζω

μυρίζω mittelgriechisch μυρίζω, altgriechisch μυρίζω (αλείφω με μύρον)


GriechischDeutsch
Επειδή τυχαίνει να σιχαίνομαι τα ψάρια, να τα πιάνω, να τα μυρίζω.Weil ich Fische hasse sie anzufassen, sie zu riechen.

Übersetzung nicht bestätigt

"Για να σε μυρίζω καλύτερα!""Um dich besser zu riechen!"

Übersetzung nicht bestätigt

Εγώ δεν έχω πρόβλημα, γιατί δε θα σας μυρίζω.Von mir aus, ich muss euch ja nicht riechen.

Übersetzung nicht bestätigt

To μυρίζω φέρνει αναγoύλα.Ich kann es riechen, Captain. Da wird einem schlecht.

Übersetzung nicht bestätigt

μυρίζω.Ich kann sie riechen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
οσφραίνομαι (1), (2)
οσμίζομαι (1), (2)
βρομάω (4)
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μυρίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μυρίζωμυρίζουμε, μυρίζομεμυρίζομαιμυριζόμαστε
μυρίζειςμυρίζετεμυρίζεσαιμυρίζεστε, μυριζόσαστε
μυρίζειμυρίζουν(ε)μυρίζεταιμυρίζονται
Imper
fekt
μύριζαμυρίζαμεμυριζόμουν(α)μυριζόμαστε, μυριζόμασταν
μύριζεςμυρίζατεμυριζόσουν(α)μυριζόσαστε, μυριζόσασταν
μύριζεμύριζαν, μυρίζαν(ε)μυριζόταν(ε)μυρίζονταν, μυριζόντανε, μυριζόντουσαν
Aoristμύρισαμυρίσαμεμυρίστηκαμυριστήκαμε
μύρισεςμυρίσατεμυρίστηκεςμυριστήκατε
μύρισεμύρισαν, μυρίσαν(ε)μυρίστηκεμυρίστηκαν, μυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μυρίσει
έχω μυρισμένο
έχουμε μυρίσει
έχουμε μυρισμένο
έχω μυριστεί
είμαι μυρισμένος, -η
έχουμε μυριστεί
είμαστε μυρισμένοι, -ες
έχεις μυρίσει
έχεις μυρισμένο
έχετε μυρίσει
έχετε μυρισμένο
έχεις μυριστεί
είσαι μυρισμένος, -η
έχετε μυριστεί
είστε μυρισμένοι, -ες
έχει μυρίσει
έχει μυρισμένο
έχουν μυρίσει
έχουν μυρισμένο
έχει μυριστεί
είναι μυρισμένος, -η, -ο
έχουν μυριστεί
είναι μυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μυρίσει
είχα μυρισμένο
είχαμε μυρίσει
είχαμε μυρισμένο
είχα μυριστεί
ήμουν μυρισμένος, -η
είχαμε μυριστεί
ήμαστε μυρισμένοι, -ες
είχες μυρίσει
είχες μυρισμένο
είχατε μυρίσει
είχατε μυρισμένο
είχες μυριστεί
ήσουν μυρισμένος, -η
είχατε μυριστεί
ήσαστε μυρισμένοι, -ες
είχε μυρίσει
είχε μυρισμένο
είχαν μυρίσει
είχαν μυρισμένο
είχε μυριστεί
ήταν μυρισμένος, -η, -ο
είχαν μυριστεί
ήταν μυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μυρίζωθα μυρίζουμε, θα μυρίζομεθα μυρίζομαιθα μυριζόμαστε
θα μυρίζειςθα μυρίζετεθα μυρίζεσαιθα μυρίζεστε, θα μυριζόσαστε
θα μυρίζειθα μυρίζουν(ε)θα μυρίζεταιθα μυρίζονται
Fut
ur
θα μυρίσωθα μυρίσουμε, θα μυρίζομεθα μυριστώθα μυριστούμε
θα μυρίσειςθα μυρίσετεθα μυριστείςθα μυριστείτε
θα μυρίσειθα μυρίσουν(ε)θα μυριστείθα μυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μυρίσει
θα έχω μυρισμένο
θα έχουμε μυρίσει
θα έχουμε μυρισμένο
θα έχω μυριστεί
θα είμαι μυρισμένος, -η
θα έχουμε μυριστεί
θα είμαστε μυρισμένοι, -ες
θα έχεις μυρίσει
θα έχεις μυρισμένο
θα έχετε μυρίσει
θα έχετε μυρισμένο
θα έχεις μυριστεί
θα είσαι μυρισμένος, -η
θα έχετε μυριστεί
θα είστε μυρισμένοι, -ες
θα έχει μυρίσει
θα έχει μυρισμένο
θα έχουν μυρίσει
θα έχουν μυρισμένο
θα έχει μυριστεί
θα είναι μυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν μυριστεί
θα είναι μυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μυρίζωνα μυρίζουμε, να μυρίζομενα μυρίζομαινα μυριζόμαστε
να μυρίζειςνα μυρίζετενα μυρίζεσαινα μυρίζεστε, να μυριζόσαστε
να μυρίζεινα μυρίζουν(ε)να μυρίζεταινα μυρίζονται
Aoristνα μυρίσωνα μυρίσουμε, να μυρίσομενα μυριστώνα μυριστούμε
να μυρίσειςνα μυρίσετενα μυριστείςνα μυριστείτε
να μυρίσεινα μυρίσουν(ε)να μυριστείνα μυριστούν(ε)
Perfνα έχω μυρίσει
να έχω μυρισμένο
να έχουμε μυρίσει
να έχουμε μυρισμένο
να έχω μυριστεί
να είμαι μυρισμένος, -η
να έχουμε μυριστεί
να είμαστε μυρισμένοι, -ες
να έχεις μυρίσει
να έχεις μυρισμένο
να έχετε μυρίσει
να έχετε μυρισμένο
να έχεις μυριστεί
να είσαι μυρισμένος, -η
να έχετε μυριστεί
να είστε μυρισμένοι, -ες
να έχει μυρίσει
να έχει μυρισμένο
να έχουν μυρίσει
να έχουν μυρισμένο
να έχει μυριστεί
να είναι μυρισμένος, -η, -ο
να έχουν μυριστεί
να είναι μυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμύριζεμυρίζετεμυρίζεστε
Aoristμύρισεμυρίστεμυρίσουμυριστείτε
Part
izip
Presμυρίζονταςμυριζόμενος
Perfέχοντας μυρίσει, έχοντας μυρισμένομυρισμένος, -η, -ομυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristμυρίσειμυριστεί













Griechische Definition zu μυρίζω

μυρίζω [mirízo] -ομαι στη σημ. 3 : 1. οσφραίνομαι. α. αντιλαμβάνομαι μια οσμή: Δεν μπορώ να μυρίσω από το πολύ συνάχι. β. μυρίζω κτ. έχοντάς το κοντά στη μύτη μου: μυρίζω ένα λουλούδι. Ο σκύλος μυρίζει το χώμα ψάχνοντας τα ίχνη του θηράματος. ΦΡ μυρίζω τα νύχια / τα δάχτυλά μου, αδυνατώ να μαντέψω κτ. λόγω ελλείψεως των αναγκαίων στοιχείων: Πώς να το ξέρω, τα δάχτυλά μου ήθελες να μυρίσω; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback