μποϊκοτάζ französisch boycottage englisch boycott Boycott das Wort προέκυψε von Άγγλο γαιοκτήμονα Charles Cunningham Boycott, ο οποίος ενοικίαζε γη στην Ιρλανδία και το 1880 αποκλείστηκε von κοινωνία, όταν αρνήθηκε να μειώσει τα μισθωτήρια και οι καλλιεργητές αρνήθηκαν να εργαστούν για αυτόν
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αμέσως μετά το μποϊκοτάζ των σερβικών θεσμών από ολόκληρο τον αλβανικό πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου και την απουσία υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης, η κοινωνία των πολιτών τέθηκε αυτοβούλως ως κύριος πάροχος υπηρεσιών5. | Nach dem Boykott der serbischen Institutionen durch die gesamte albanische Bevölkerung im Kosovo und angesichts fehlender Sozialund Gesundheitsdienste positionierte sich die Zivilgesellschaft als wichtigster Diensteanbieter5. Übersetzung bestätigt |
Το σημαντικότερο είναι να επιβληθεί αμέσως ένα αποτελεσματικό μποϊκοτάζ στα διαμάντια από τη χώρα αυτή. | Außerdem muß es jetzt zu einem wasserdichten Boykott der Diamantenexporte kommen. Übersetzung bestätigt |
Κύριε Πρόεδρε, δυνάμει του άρθρου 181 του Κανονισμού θα ήθελα να προβώ σε μια ένσταση επί της διαδικασίας: δυνάμει του άρθρου 51 του Κανονισμού, υπέβαλα γραπτή δήλωση ζητώντας το μποϊκοτάζ της Ferrero SpA. | Herr Präsident, zur Geschäftsordnung nach Artikel 181. Gemäß Artikel 51 habe ich eine schriftliche Erklärung mit einem Aufruf zum Boykott von Ferrero SpA eingereicht. Übersetzung bestätigt |
Ένα μποϊκοτάζ του Ισραήλ θα περιόριζε περαιτέρω την ήδη μικρή επίδραση της Ευρώπης σε αυτήν τη χώρα και θα παρακώλυε σοβαρά την επικοινωνία. | Ein Boykott Israels würde den ohnehin schwachen Einfluss Europas auf dieses Land noch weiter verringern und die Kommunikation wesentlich erschweren. Übersetzung bestätigt |
Πρέπει να επιλύσουμε τις διαφωνίες για τα σύνορα στη Βαλτική, να αποκαταστήσουμε την οικολογική ισορροπία στη Βαλτική Θάλασσα, να επιτύχουμε την παύση του ρωσικού μποϊκοτάζ στα πολωνικά τρόφιμα και να θέσουμε τέλος στις σειρές αναμονής των φορτηγών που φτάνουν έως τα 30 μίλια στους συνοριακούς σταθμούς στην Ανατολική Φινλανδία. " | Darüber hinaus müssen auch die Grenzkonflikte im Baltikum gelöst, das ökologische Gleichgewicht in der Ostsee wiederhergestellt, der russische Boykott polnischer Lebensmittel beendet und die bis zu 50 km langen LKW-Schlangen an den Grenzübergängen im östlichen Finnland abgeschafft werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
μποϊκοτάζ το [boikotáz] Ο (άκλ.) : 1. άρνηση συμμετοχής ή γενικά αντίδραση σε μία διαδικασία με στόχο τη ματαίωσή της ή την άσκηση πιέσεως σε κπ.: Kάνω / κηρύσσω μποϊκοτάζ. Aμερικάνικο μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών αγώνων της Mόσχας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.