μισώ Verb  [miso, misw]

  Verb
(222)

Etymologie zu μισώ

μισώ μισῶ altgriechisch μισέω, -ῶ μῖσος


GriechischDeutsch
Είσαι ήρωας ανεξάρτητα από αυτό, κι εγώ, που προτείνα, τόσο απλά, ότι ίσως θα ήθελες μια σπουδαία καριέρα, πρέπει να μισώ τα παιδιά. Δε μισώ τα παιδιά.Sie sind ein Held in jedem Fall und ich, allein durch den Vorschlag, so vorsichtig wie möglich, Sie könnten eine großartige Karriere wollen, erwecke den Anschein, Kinder zu hassen.

Übersetzung nicht bestätigt

Στο μέσο των ταξιδιών μου, έγινα 40 και άρχισα να μισώ το σώμα μου, το οποίο ήταν βασικά πρόοδος, γιατί τουλάχιστον το σώμα μου υπήρχε αρκετά για να το μισήσω.Mitten in meinen Reisen wurde ich 40 Jahre alt und begann, meinen Körper zu hassen, was tatsächlich ein Fortschritt war, denn wenigstens existierte mein Körper genug, um ihn zu hassen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
τρέφω μίσος
εχθρεύομαι / μισώ κάποιον
σιχαίνομαι
απεχθάνομαι
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μισώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
miso59">μισώμισούμεμισούμαιμισούμαστε
μισείςμισείτεμισείσαιμισείστε
μισείμισούν(ε)μισείταιμισούνται
Imper
fekt
μισούσαμισούσαμεμισούμουνμισούμαστε
μισούσεςμισούσατε
μισούσεμισούσαν(ε)μισούνταν, εμισείτομισούνταν, εμισούντο
Aoristμίσησαμισήσαμεμισήθηκαμισηθήκαμε
μίσησεςμισήσατεμισήθηκεςμισηθήκατε
μίσησεμίσησαν, μισήσαν(ε)μισήθηκεμισήθηκαν, μισηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μισήσει
έχω μισημένο
έχουμε μισήσει
έχουμε μισημένο
έχω μισηθεί
είμαι μισημένος, -η
έχουμε μισηθεί
είμαστε μισημένοι, -ες
έχεις μισήσει
έχεις μισημένο
έχετε μισήσει
έχετε μισημένο
έχεις μισηθεί
είσαι μισημένος, -η
έχετε μισηθεί
είστε μισημένοι, -ες
έχει μισήσει
έχει μισημένο
έχουν μισήσει
έχουν μισημένο
έχει μισηθεί
είναι μισημένος, -η, -ο
έχουν μισηθεί
είναι μισημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα μισήσει
είχα μισημένο
είχαμε μισήσει
είχαμε μισημένο
είχα μισηθεί
ήμουν μισημένος, -η
είχαμε μισηθεί
ήμαστε μισημένοι, -ες
είχες μισήσει
είχες μισημένο
είχατε μισήσει
είχατε μισημένο
είχες μισηθεί
ήσουν μισημένος, -η
είχατε μισηθεί
ήσαστε μισημένοι, -ες
είχε μισήσει
είχε μισημένο
είχαν μισήσει
είχαν μισημένο
είχε μισηθεί
ήταν μισημένος, -η, -ο
είχαν μισηθεί
ήταν μισημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μισώθα μισούμεθα μισούμαιθα μισούμαστε
θα μισείςθα μισείτεθα μισείσαιθα μισείστε
θα μισείθα μισούν(ε)θα μισείταιθα μισούνται
Fut
ur
θα μισήσωθα μισήσουμεθα μισηθώθα μισηθούμε
θα μισήσειςθα μισήσετεθα μισηθείςθα μισηθείτε
θα μισήσειθα μισήσουν(ε)θα μισηθείθα μισηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μισήσει
θα έχω μισημένο
θα έχουμε μισήσει
θα έχουμε μισημένο
θα έχω μισηθεί
θα είμαι μισημένος, -η
θα έχουμε μισηθεί
θα είμαστε μισημένοι, -ες
θα έχεις μισήσει
θα έχεις μισημένο
θα έχετε μισήσει
θα έχετε μισημένο
θα έχεις μισηθεί
θα είσαι μισημένος, -η
θα έχετε μισηθεί
θα είστε μισημένοι, -η
θα έχει μισήσει
θα έχει μισημένο
θα έχουν μισήσει
θα έχουν μισημένο
θα έχει μισηθεί
θα είναι μισημένος, -η, -ο
θα έχουν μισηθεί
θα είναι μισημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μισώνα μισούμενα μισούμαινα μισούμαστε
να μισείςνα μισείτενα μισείσαινα μισείστε
να μισείνα μισούν(ε)να μισείταινα μισούνται
Aoristνα μισήσωνα μισήσουμε, να μισήσομενα μισηθώνα μισηθούμε
να μισήσειςνα μισήσετενα μισηθείςνα μισηθείτε
να μισήσεινα μισήσουν(ε)να μισηθείνα μισηθούν(ε)
Perfνα έχω μισήσει
να έχω μισημένο
να έχουμε μισήσει
να έχουμε μισημένο
να έχω μισηθεί
να είμαι μισημένος, -η
να έχουμε μισηθεί
να είμαστε μισημένοι, -ες
να έχεις μισήσει
να έχεις μισημένο
να έχετε μισησεί
να έχετε μισημένο
να έχεις μισηθεί
να είσαι μισημένος, -η
να έχετε μισηθεί
να είστε μισημένοι, -ες
να έχει μισήσει
να έχει μισημένο
να έχουν μισήσει
να έχουν μισημένο
να έχει μισηθεί
να είναι μισημένος, -η, -ο
να έχουν μισηθεί
να είναι μισημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμισείτεμισείστε
Aoristμίσησεμισήστε, μισήσετεμισήσουμισηθείτε
Part
izip
Presμισώντας
Perfέχοντας μισήσει, έχοντας μισημένομισημένος, -η, -ομισημένοι, -ες, -α
InfinAoristμισήσειμισηθεί





Griechische Definition zu μισώ

μισώ [misó] -ούμαι .1β : αισθάνομαι έντονη εχθρότητα για κπ. σε τέτοιο σημείο, ώστε να επιθυμώ το κακό του. ANT αγαπώ: Tον μισεί και θέλει να του κάνει κακό. || αποστρέφομαι, αντιπαθώ κτ.: Mισεί την υποκρισία / το ψέμα. (γνωμ.) τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς.

[αρχ. μισῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback