Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
μιλιμετρέ |
μιλιά |
μιλι- |
μιλιταριστής |
μιλιταρισμός |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
μιλι- [midiv] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. κιλο-): μιλιβόλτ· μιλιγκράμ, μιλιμέτρ, χιλιοστόγραμμο, χιλιοστόμετρο· (βλ. χιλιοστο-): Ένα μιλιαμπέρ ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του αμπέρ. || μιλιαμπερόμετρο, μιλιβολτόμετρο, όργανο μέτρησης με υποδιαιρέσεις σε μιλιαμπέρ κτλ. για τη μέτρηση ανάλογων μεγεθών.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.