Griechische Definition zu μερτικόν
μερτικόν το· εμερτικόν· μερδικό· μερδικόν· μεριδικόν· μερτικό.
1) α) Μερίδιο
: να ποίσουν λογαριασμόν … διά να δώσουν του καθενού το μερτικόν του (Ασσίζ. 4727)·
κάτεργο παίρνει στο μερτικόν του (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37825)·
β1) κληρονομικό μερίδιο
: ζητά (ενν. ο άσωτος) του πατρός του να του δώσει το μερτικόν του (Πηγά, Χρυσοπ. 304 (1)· Πεντ. Δευτ. XIV 27)·
(σε ιδιάζ. χρ.)
: Εκ της σελήνης έπεσεν εκείνη τας αγκάλας και το λαμπρόν της μερτικόν … απήρεν (Βέλθ. 681)·
β2) μεταφ. προκ. για τον περιούσιο λαό του Θεού
: μερτικό του Κύριου ο λαός του (Πεντ. Δευτ. XXXII 9)·
γ) (προκ. για φόρο)
: επλέρωννεν πασαείς το μερτικόν του (Μαχ. 837).
2) Ορισμένο ποσό
: ο ένας (ενν. καμουχάς) αξιάζει έν μερτικό και ο έτερος ά α/β μερτικό (Rechenb. 183).
3) α) Τμήμα (από ενιαίο σύνολο), κομμάτι
: το καναβάτσον … να το μοιράσεις εις επτά μερτικά (Καραβ. 49515)·
μερτικόν απέ το τίμιον ξύλον (Μαχ. 637)·
(σε μεταφ.)
: τον πόνο σου ας μοιράσομε και μερτικό μού δώσε (Θυσ. 574)·
β) (προκ. για τόπο, έκταση)
: μερτικόν απέ το περιβόλιν (Μαχ. 59014)·
γ) (προκ. για απόσταση)
: μοιράζεις το κανάλιν εις γ́ και αφήνεις τα β́ μερτικά εις το νησόπουλον (Πορτολ. Α 1619)·
δ) (προκ. για ποσότητα πραγμάτων) «παρτίδα»
: ά μερτικόν αγγεία (Μαχ. 3469·)>
ε) συστατικό μέρος, στοιχείο
: 'Σ δυο μερτικά μοιράσετε πάσαν ζωήν τ’ ανθρώπου (Σκλέντζα, Ποιήμ. 189· Ροδολ. Έ 250)·
στ) η αιτιατ. επιρρ.
στ1) εν μέρει
: Σαν τ’ άκουσε ο Ρωτόκριτος … τά εκούρφευγε … μερτικό θε να ξεφανερώσει (Ερωτόκρ. Γ’ 738)·
στ2) ως ένα βαθμό, κάπως, λιγάκι
: μερτικό φοβάτονε (Θησ. Ε’ [21]).
4) α) Κλασματικό τμήμα ποσού, ποσοστό
: ο είς τους συντρόφους να έχει δ́ μερτικά απέ το διάφορο και ο άλλος … να έχει το πέμπτον (Ασσίζ. 832)·
β) πηλίκο
: (Rechenb. 713).
5) α) Μερίδα φαγητού
: μονοκύθρου μερτικόν (Προδρ. III 185)·
(σε ιδιάζ. χρ.)
: εκομματιάζασί τσι (ενν. τους Τούρκους) και μερτικά τους κάνασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44114)·
β) (μεταφ.)
: η Μαρία εδιάλεξε το καλόν μερτικόν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ι’ 42).
6) α) Αυτό που αναλογεί, ό,τι δικαιούται κάπ.
: εις τους πτωχούς … το μερτικόν να πέψεις (Δεφ., Σωσ. 334)·
β) ανταμοιβή, δωρεά· (εδώ ως σύστ. αντικ.)
: Εμερτίκωσέ με ο Θεός εμέν μερτικό καλό … (Πεντ. Γέν. XXX 20).
7) α) Σύνολο, ομάδα (ανθρώπων), μερικοί
: μερτικόν απέ την συντροφιά (Θησ. Ζ’ [1372])·
β) (προκ. για αντίπαλες στρατιωτικές παρατάξεις)
: ελαβώθησαν πολλοί και απέ το 'ναν μερτικόν και απέ το άλλον (Μαχ. 36427)·
γ) ?κοινωνική μερίδα, τάξη
: του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον (Απόκοπ. 296).
8) α) Τμήμα γης, τόπος, περιοχή
: εις ένα μερτικόν ήτονε τινάς αφέντης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 410)·
β) βασίλειο, κράτος
: τα τέσσαρα μερτικά, τα πρώτα οπού είναι εις τον κόσμον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 105v)·
γ) τμήμα τόπου, θέση, σημείο
: εψήλωσεν και πολλά μερτικά το τειχοκάστρι και τον πύργον (Μαχ. 1168).
Εκφρ.
1) Από το μερτικόν μου = από μέρους μου, με δική μου πρωτοβουλία
: (Αλεξ. 1992).
2) Εις (ή
σε)
μερτικόν (
κανένα)
= κάπως, ως ένα βαθμό, ως κάπ. σημείο
: (Ροδολ. Α’ 315), (Φορτουν. Αφ. 17).
3) Μερτικόν … μερτικόν = κατά ένα μέρος … κατά το υπόλοιπο
: (Πορτολ. Α 20222).
4) Εις το μερτικόν = σχετικά με
: (Μαχ. 25429).
Φρ.
1) Βάνω ή
έχω το μερτικό μου = συμβάλλω, βοηθώ
: (Ερωτόκρ. Β’ 2096, 2243).
2) Έχω μερτικόν από κ
. = απολαμβάνω
: (Ασσίζ. 11422).
3) Έχω μερτικόν εις κ.
= ενδιαφέρομαι (προσωπικά) για κ.
: (Ασσίζ. 1016).
4) Έχω μερτικόν με κάπ.
= συμμερίζομαι (κ.), συμφωνώ (σε κ.) με κάπ.
: (Χριστ. διδασκ. 123).
5) Κάνω μερτικά, βλ. κάμνω Φρ. 69.
6) Παίρνω μερτικό = γίνομαι συμμέτοχος, συμπαραστέκομαι
: (Ιντ. κρ. θεάτρ. Α’ 109).
[<παλαιότ. ουσ. μεριτικόν (6. αι.), ουδ. του επιθ. μεριτικός (6. αι.) <αρχ. ουσ. μερίτης + κατάλ. ‑ικός. Ο τ. ‑δικό στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μεριδικόν (από επίδρ. του ουσ. μερίς ή μερίδιον) σε έγγρ. 14.-15. αι. Η λ. στο Meursius. Ο τ. ‑ό και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr