μαλακώνω Verb  [malakono, malakwnw]

  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu μαλακώνω

μαλακώνω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
flüssig werden
erweichen

Grammatik

Grammatik zu μαλακώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαλακώνωμαλακώνουμε, μαλακώνομε
μαλακώνειςμαλακώνετε
μαλακώνειμαλακώνουν(ε)
Imper
fekt
μαλάκωναμαλακώναμε
μαλάκωνεςμαλακώνατε
μαλάκωνεμαλάκωναν, μαλακώναν(ε)
Aoristμαλάκωσαμαλακώσαμε
μαλάκωσεςμαλακώσατε
μαλάκωσεμαλάκωσαν, μαλακώσαν(ε)
Per
fekt
έχω μαλακώσει
έχω μαλακωμένο
έχουμε μαλακώσει
έχουμε μαλακωμένο
έχεις μαλακώσει
έχεις μαλακωμένο
έχετε μαλακώσει
έχετε μαλακωμένο
έχει μαλακώσει
έχει μαλακωμένο
έχουν μαλακώσει
έχουν μαλακωμένο
Plu
per
fekt
είχα μαλακώσει
είχα μαλακωμένο
είχαμε μαλακώσει
είχαμε μαλακωμένο
είχες μαλακώσει
είχες μαλακωμένο
είχατε μαλακώσει
είχατε μαλακωμένο
είχε μαλακώσει
είχε μαλακωμένο
είχαν μαλακώσει
είχαν μαλακωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαλακώνωθα μαλακώνουμε, θα μαλακώνομε
θα μαλακώνειςθα μαλακώνετε
θα μαλακώνειθα μαλακώνουν(ε)
Fut
ur
θα μαλακώσωθα μαλακώσουμε, θα μαλακώσομε
θα μαλακώσειςθα μαλακώσετε
θα μαλακώσειθα μαλακώσουν
Fut
ur II
θα έχω μαλακώσει
θα έχω μαλακωμένο
θα έχουμε μαλακώσει
θα έχουμε μαλακωμένο
θα έχεις μαλακώσει
θα έχεις μαλακωμένο
θα έχετε μαλακώσει
θα έχετε μαλακωμένο
θα έχει μαλακώσει
θα έχει μαλακωμένο
θα έχουν μαλακώσει
θα έχουν μαλακωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαλακώνωνα μαλακώνουμε, να μαλακώνομε
να μαλακώνειςνα μαλακώνετε
να μαλακώνεινα μαλακώνουν(ε)
Aoristνα μαλακώσωνα μαλακώσουμε, να μαλακώσομε
να μαλακώσειςνα μαλακώσετε
να μαλακώσεινα μαλακώσουν(ε)
Perfνα έχω μαλακώσει
να έχω μαλακωμένο
να έχουμε μαλακώσει
να έχουμε μαλακωμένο
να έχεις μαλακώσει
να έχεις μαλακωμένο
να έχετε μαλακώσει
να έχετε μαλακωμένο
να έχει μαλακώσει
να έχει μαλακωμένο
να έχουν μαλακώσει
να έχουν μαλακωμένο
Imper
ativ
Presμαλάκωνεμαλακώνετε
Aoristμαλάκωσεμαλακώστε, μαλακώσετε
Part
izip
Presμαλακώνοντας
Perfέχοντας μαλακώσει, έχοντας μαλακωμένο
InfinAoristμαλακώσει





Griechische Definition zu μαλακώνω

μαλακώνω [malakóno] Ρ1α μππ. μαλακωμένος : ANT σκληραίνω. 1. κά νω κτ. μαλακό έτσι ώστε: α. να μαλάζεται, να λυγίζει ή να σπάζει εύκο λα: μαλακώνω το ξερό ψωμί βουτώντας το στο γάλα. || γίνομαι μαλακός: Tο χταπόδι θέλει χτύπημα για να μαλακώσει. Tο κερί μαλακώνει από τη ζέστη. β. να γίνει λείο, απαλό ή τρυφερό: Kρέμα που μαλακώνει το δέρμα. || γίνο μαι λείος, απαλός ή τρυφερός: Mαλάκωσαν τα χέρια του, γιατί έπαψε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback