λαμπρός Adj.  [labros, lampros]

  Adj.
(4)
  Adj.
(1)
  Adj.
(1)
  Adj.
(1)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

Etymologie zu λαμπρός

λαμπρός altgriechisch λαμπρός λάμπω + -ρός proto-indogermanisch *leh₂p- (λάμπω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Noch keine Grammatik zu λαμπρός.



Griechische Definition zu λαμπρός

λαμπρός, επίθ.· λαμπυρός· λαπρός· υπερθ. λαμπροτάτος.

1)
α) (Προκ. για τον ήλιο, τα άστρα κ.τ.ό.) λαμπερός, ακτινοβόλος:
(Ερωφ. Γ́ 182
ακτίνες λαμπυρές (Χούμνου, Κοσμογ. 2472
β) πολύ φωτεινός, αστραφτερός:
(Πανώρ. Β́ 430
(μεταφ.):
το κάλλος το λαμπρόν της κόρης (Φλώρ. 1059).
2) (Προκ. για ημέρα) ολόφωτος· χαρούμενος· πολυπόθητος· ξεχωριστός:
(Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 9), (Κατζ. Δ́ 174), (Ερωτόκρ. Έ 1503
έκφρ. λαμπρά ημέρα, βλ. ημέρα 5γ.
3) (Με τα ουσ. φλόγα και φωτιά) φλογισμένος, δυνατός, λαμπαδιασμένος:
(Φλώρ. 445), (Ερωτόκρ. Δ́ 169).
4) (Μεταφ. προκ. για το μυστήριο του βαπτίσματος) που έχει ιερή μεγαλοπρέπεια· εξαγνιστικός:
(Διγ. Z 2685).
5) Πολυτελής, αστραφτερός, ωραίος:
κιβώτιον λαμπρότατον αργυροχρυσωμένον (Διγ. A 4238· Βέλθ. 329), (Διγ. Άνδρ. 36036
(μεταφ.):
μυστήρια της πίστεως … καθαρά και λαμπρότερα υπέρ το χρυσάφι (Ιστ. πατρ. 9317).
6) (Προκ. για σαγίτες, άρματα, κλπ.) γυαλιστερός, αστραφτερός, ωραίος:
(Αχέλ. 1532
λαμπυρά σπαθιά (Ερωτόκρ. Δ́ 1789· Φορτουν. Έ 370).
7) Εξαιρετικός· γενναίος· καλά εξοπλισμένος, εντυπωσιακός σε εμφάνιση:
Φουσσάτα … λαμπρά (Χρον. Μορ. H 6200
λαός λαμπρός (Χρον. Μορ. H 6932
καράβιν … λαμπρόν (Χρον. Μορ. H 1303).
8) (Προκ. για κτίσμα) ωραιοκτισμένος με πολύτιμα υλικά, περίτεχνος, ισχυρός:
οσπίτιον πολλά εύμορφον και λαμπρόν (Διγ. Άνδρ. 39823
το κάστρον το λαμπρόν (Καλλίμ. 911).
9) Θαυμαστός, λαμπροστολισμένος:
η εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου … ωραιοτάτη και λαμπρή (Ιστ. πατρ. 20317).
10)
α) Ένδοξος, ξακουστός, περίφημος:
(Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1276
θρηνώ σε, Πόλη μου λαμπρά (Ιστ. Βλαχ. 2399
β) (μεταφ.) φανερός· ένδοξος:
(Αχιλλ. O 140), (Γλυκά, Αναγ. 272
γ) (στο θετ. και υπερθ. βαθμό ως προσφών. και τιμητική προσηγορία):
Ήλιε … λαμπρότατε (Διγ. Z 410· Κορων., Μπούας 82
(συνεκδ.):
(Αξαγ., Κάρολ. Έ 909).
11)
α) Γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος· φανερός:
λαμπράς ευεργεσίας (Προδρ. I 3· IV 647
β) πλούσιος, ευχάριστος:
Φαιδρόν, λαμπρόν το άριστον (Φλώρ. 350· Διγ. Άνδρ. 33630
γ) χαρμόσυνος, ευχάριστος:
χαράν και κάλεσμα λαμπρόν (Χρον. Μορ. H 6013· Αχιλλ. (Smith) N 713
(ευχετικά):
πολλά τα έτη και λαμπρά (Λίβ. Esc. 4330).
12)
α) (Προκ. για άνθρωπο) εξαιρετικός· που αστράφτει, ακτινοβολεί από ομορφιά:
γυναίκαν είχεν έμορφην, λαμπρότατον κορίτσιν (Πόλ. Τρωάδ. 982
β) (προκ. για άλογο) ωραίος, δυνατός:
(Διγ. A 2232
Ήτον λαμπρός ο μαύρος του (Διγ. Esc. 844 κριτ. υπ).
13) Λευκός, ωραίος:
Περιστερά εφάνηκεν λαμπρά (Αχέλ. 2328
το λαμπυρό σου χέρι (Φαλιέρ., Ιστ. 445).
14) (Προκ. για υγρό) καθαρός, διάφανος, λαμπερός:
ριγουλάκι λαμπυρόν (Ερωτόκρ. Έ 1074).
15) Έκφρ. Λαμπρά ή Λαμπρή Κυριακή = η Λαμπρή, το Πάσχα:
(Προδρ. III 273-69), (Χρον. Τόκκων 235).
Το θηλ. Λαμπρά ή Λαμπρή ως ουσ. = η Λαμπρή, το Πάσχα:
ήλθε η Λαμπρά, το Πάσχα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45521
της αγίας Λαμπράς (Νομοκ. 38716).
Το ουδ. ως ουσ. =
1) Ακτινοβολία, λαμπρότητα, ομορφιά:
(Καλλίμ. 868), (Αχιλλ. (Smith) N 779).
2) Τα επίγεια αγαθά:
τα λαμπρά του κόσμου (Σπαν. A 138).
3) Δόξα, τιμή:
(Βέλθ. 358).
4)
α) Φωτιά:
εκάτσαν τον εις το λαμπρόν και εκάψαν τον (Βουστρ. M 1355
(σε μεταφ.):
(Κυπρ. ερωτ. 642, 4
φρ.
(1) βάνω λαμπρόν, βλ. βάνω 21α·
(2) ρίπτω λαμπρόν = βάζω φωτιά:
(Βουστρ. 6817
β) (μεταφ.): καημός, βάσανο:
στον θάνατον μ’ εφέραν τα λαμπρά μου (Κυπρ. ερωτ. 583
ήλπιζα να ’χω θησαυρόν κι εγώ έχω λαμπρόν μέγα (Κομν., Διδασκ. I 23
5) Βολή πυροβόλου, κανονιοβολισμός:
Αξαπολούσιν τα λαμπρά, ανακωχιά εγίνην (Θρ. Κύπρ. 767
6) Κεραυνός:
έπεσεν λαμπρό και εκάψεν το σπίτιν (Βουστρ. 2828‑9).
Έκφρ. λαμπρόν ελληνικόν = το υγρό πυρ:
(Μαχ. 36011).
[αρχ. επίθ. λαμπρός. Ο τ. λαμπυρός (με επίδρ. του λαμπυρίζω) στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback