κότα von Femininum von μεταγενέστερου κόττος ή κοττός (πετεινός)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πετεινοί και κότες, που παρουσιάζονται μαδημένα, κενά, χωρίς το κεφάλι και τα πόδια αλλά με το λαιμό, την καρδιά, το συκώτι και το στομάχι σε μη κανονική σύσταση: | Hühner, gerupft, ausgenommen, ohne Kopf und Ständer, aber mit Hals, Herz, Leber und Muskelmagen in unregelmäßiger Zusammensetzung: Übersetzung bestätigt |
Πετεινοί και κότες: | Hühner: Übersetzung bestätigt |
Πετεινοί, κότες, πάπιες, χήνες, γάλοι, γαλοπούλες και φραγκόκοτες, ζωντανά, κατοικίδια: | Hausgeflügel (Hühner, Enten, Gänse, Truthühner und Perlhühner), lebend: Übersetzung bestätigt |
Ζώντα πουλερικά, ήτοι κότες του είδους Gallus domesticus, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες και φραγκόκοτες | Hausgeflügel (Hühner, Enten, Gänse, Truthühner und Perlhühner), lebend Übersetzung bestätigt |
πουλερικά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι κότες, οι γαλοπούλες, οι φραγκόκοτες, οι πάπιες, οι χήνες, τα ορτύκια, τα περιστέρια, οι φασιανοί και οι πέρδικες, που εκτρέφονται ή κρατούνται σε αιχμαλωσία με σκοπό την αναπαραγωγή τους, την παραγωγή κρέατος ή αυγών κατανάλωσης ή την προμήθεια θηραμάτων για εμπλουτισμό· | Geflügel, einschließlich Hühner, Puten, Perlhühner, Enten, Gänse, Wachteln, Tauben, Fasane und Rebhühner, die zu Zuchtzwecken, zur Erzeugung von Fleisch oder Konsumeiern oder zur Wiederaufstockung von Wildbeständen in Gefangenschaft aufgezogen oder gehalten werden; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
κότα η [kóta] : κατοικίδιο πτηνό που εκτρέφεται για τα αυγά και για το κρέας του· η όρνιθα: Οι κότες κακαρίζουν στο κοτέτσι. Tρέφει κότες στην αυλή της. Έκατσε σαν κότα, χωρίς να αντιδρά: Kι εσύ καημένη κάθισες σαν την κότα και σε κούρεψε όπως ήθελε η κομμώτρια. || μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας ελαφρόμυαλης, άβουλης ή κουτσομπόλας: Tις πέτυχα πάλι τις κότες να θάβουν κάποιον από την παρέα. ΦΡ περνώ ζωή και κότα, ζω πλουσιοπάροχα, με όλες τις ανέσεις.
να φαν κι οι κότες, για αφθονία αγαθών: Έχει λεφτά να φαν κι οι κότες. η κότα που γεννάει τα χρυσά αυγά*. (έκφρ.) κοιμάται* με τις κότες. το ξέρουν κι οι κότες, για κτ. πασίγνωστο. δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, είναι τελείως αδαής, δεν έχει καθόλου εμπειρίες. η κότα έκανε τ΄ αυγό ή το αυγό την κότα;, για μεγάλο, σχεδόν άλυτο δίλημμα. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. Σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, γι΄ αυτούς που μόνοι τους προκαλούν κακό στον εαυτό τους. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα* τον τρων οι κότες. Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.