κόκαλο mittelgriechisch κόκκαλον altgriechisch ὁ κόκκαλος (έγινε ουδέτερο κατά το ὀστοῦν)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Χοιρομέρια (ζαμπόν), ωμοπλάτες, μπροστινά μέρη, θωρακο-οσφυϊκή χώρα με ή χωρίς σβέρκο, ή σβέρκοι μόνοι τους, θωρακο-οσφυϊκή χώρα, με ή χωρίς κιλότο, χωρίς κόκαλα [4] [5] | Schinken, Schultern, Vorderteile, Kotelettstränge mit oder ohne Nacken, oder Nacken gesondert, Kotelettstränge mit oder ohne Hüfte, ohne Knochen [4] [5] Übersetzung bestätigt |
Μέρη που αντιστοιχούν στα «μεσαία», με ή χωρίς το δέρμα ή το λαρδί, χωρίς κόκαλα [6] | Teilstücke im Zuschnitt „middles“, mit oder ohne Schwarte oder Speck, ohne Knochen [6] Übersetzung bestätigt |
Μέρη που αντιστοιχούν στα «μεσαία», με ή χωρίς το δέρμα ή το λαρδί, χωρίς κόκαλα [4] | Teilstücke im Zuschnitt „middles“, mit oder ohne Schwarte oder Speck, ohne Knochen [4] Übersetzung bestätigt |
Χοιρομέρια (ζαμπόν), ωμοπλάτες, μπροστινά μέρη, θωρακο-οσφυϊκή χώρα με ή χωρίς σβέρκο, ή σβέρκοι μόνοι τους, θωρακο-οσφυϊκή χώρα, με ή χωρίς κιλότο, χωρίς κόκαλα [2] [3] | Schinken, Schultern, Vorderteile, Kotelettstränge mit oder ohne Nacken, oder Nacken gesondert, Kotelettstränge mit oder ohne Hüfte, ohne Knochen [2] [3] Übersetzung bestätigt |
Για τον καταλογισμό στις ποσοστώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, 100 χλγ. κρέατος με κόκαλα ισοδυναμούν με 77 χλγ. κρέατος χωρίς κόκαλα. | Bei der Anrechnung auf die Kontingente gemäß Unterabsatz 1 entsprechen 100 kg Fleisch mit Knochen 77 kg Fleisch ohne Knochen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Schuhanzieher | die Schuhanzieher |
Genitiv | des Schuhanziehers | der Schuhanzieher |
Dativ | dem Schuhanzieher | den Schuhanziehern |
Akkusativ | den Schuhanzieher | die Schuhanzieher |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Schuhlöffel | die Schuhlöffel |
Genitiv | des Schuhlöffels | der Schuhlöffel |
Dativ | dem Schuhlöffel | den Schuhlöffeln |
Akkusativ | den Schuhlöffel | die Schuhlöffel |
κόκαλο το [kókalo] : I1. καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων στα οποία επικάθεται η σάρκα: Ράγισε το κόκαλο της λεκάνης. Δεν έδεσε το κόκαλο, δεν έδεσε ύστερα από σπάσιμο / κάταγμα, το οστό. || Kρέας με / χωρίς κόκαλα, για μαγείρεμα. Tα κόκαλα του ψαριού. Έχει βαριά κόκαλα, ενώ είναι αδύνατος, ζυγίζει πολύ. || (έκφρ.) γερό κόκαλο, άνθρωπος με πολύ καλή υγεία, ανθεκτικός στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες. (είμαι / γίνομαι) πετσί και κόκαλο / ένα μάτσο κόκαλα / σκέτο κόκαλο, πολύ αδύνατος. αφήνω τα κόκαλά μου, πεθαίνω σε κάποιον τόπο και ως ΦΡ για μακροχρόνια και επίπονη εργασία. ως / μέχρι το κόκαλο, για κατάσταση ή ιδιότητα που υπάρχει ή που εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό: Bράχηκα ως το κόκαλο, πάρα πολύ. Είναι διεφθαρμένος ως το κόκαλο. ΦΡ τρίζουν* τα κόκαλά του / της (στον τάφο). το μαχαίρι* φτάνει / έφτασε στο κόκαλο. κόκαλα έχει;, για κτ., ιδίως φαγητό ή ποτό, που αργεί να ετοιμαστεί: Kόκαλα έχει αυτός ο καφές; αφήνω κπ. / μένω κόκαλο, αφήνω κπ. άναυδο, μένω άναυδος, εμβρόντητος, από μεγάλη και συνήθ. δυσάρεστη έκπληξη. σπάει κόκαλα, για κτ. που λέγεται με τρόπο άμεσο και σκληρό: Kριτική που σπάει κόκαλα. ΠAΡ H γλώσσα* κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. || Aπό κόκαλο, κοκάλινος: Xτένα / κουμπιά από κόκαλο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.