{το}  κουμπί Subst.  [kubi, koympi]

{der}    Subst.
(1420)
{die}    Subst.
(572)
{die}    Subst.
(507)
(5)

Etymologie zu κουμπί

κουμπί mittelgriechisch κομβίον υποκοριστικό του κόμβος


GriechischDeutsch
Αγκράφες, σούστες, κόπιτσες και μέρη τους· κουμπιά· φερμουάρDruckknöpfe und Teile dafür; Knöpfe; Reißverschlüsse

Übersetzung bestätigt

μήτρες για κουμπιά· αγκράφες· μέρη τουςSchirme; Gehstöcke; Knöpfe; Knopfformen; Reißverschlüsse; Teile dafür

Übersetzung bestätigt

για όλα τα υφάνσιμα προϊόντα: μη υφάνσιμα μέρη, ούγιες, ετικέτες και εμβλήματα, μπορντούρες και γαρνιτούρες που δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του προϊόντος, κουμπιά και πόρπες που καλύπτονται από υφάνσιμα, εξαρτήματα, διακοσμητικά, μη ελαστικές κορδέλλες, ελαστικά νήματα και ταινίες που προστίθενται σε συγκεκριμένα και περιορισμένα μέρη του προϊόντος και, υπό τους όρους του άρθρου 7, ορατές και απομονώσιμες ίνες διακοσμητικής χρήσεως, καθώς και αντιστατικές ίνες·bei allen Textilerzeugnissen: nicht textile Teile, Webkanten, Etiketten und Abzeichen, Bordüren und Besatz, die nicht Bestandteil des Erzeugnisses sind, mit Textilien überzogene Knöpfe und Schnallen, Zubehör, Schmuckbesatz, nichtelastische Bänder, an bestimmten, eng begrenzten Stellen eingearbeitete elastische Fäden und Bänder und, gemäß Artikel 7, sichtbare und isolierbare Fasern mit dekorativer Wirkung und antistatische Fasern;

Übersetzung bestätigt

Μανικετόκουμπα και παρόμοια κουμπιά από κοινά μέταλλα (περιλαμβανομένων και των επενδυμένων)Manschettenknöpfe und ähnliche Knöpfe aus unedlen Metallen, auch versilbert, vergoldet oder platiniert

Übersetzung bestätigt

Κουμπιά (εκτός εκείνων που είναι από πλαστικές ύλες ή από κοινά μέταλλα και δεν είναι επενδυμένα με υφαντικές ύλες, καθώς και εκτός από κουμπιά-σούστες και μανικετόκουμπα)Knöpfe (ausg. aus Kunststoff oder aus unedlen Metallen, nicht mit Spinnstoffen überzogen sowie Druckknöpfe und Manschettenknöpfe)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
κουμπότρυπα
μανικετόκουμπο
ξενόκουμπο
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
κουμπί backspace



Griechische Definition zu κουμπί

κουμπί το [kumbí] : 1. μικρό αντικείμενο από σκληρό υλικό (μέταλλο, κόκαλο ή πλαστικό), συνήθ. κυκλικού σχήματος, το οποίο ράβεται πάνω στα ρούχα είτε ως διακοσμητικό στοιχείο είτε, κυρίως, για να κλείσει κάποιο άνοιγμα, αφού πρώτα περάσει μέσα από μια σχισμή ή θηλιά ανάλογη με το μέγεθός του: Kουμπιά του πουκαμίσου / του παλτού. Στολή με χρυσά κουμπιά. Είχε το πάνω κουμπί ξεκούμπωτο. Kόπηκε ένα κουμπί, η κλωστή που το κρατούσε ραμμένο. Δεν ξέρει να ράβει ούτε ένα κουμπί, δεν ξέρει καθόλου να ράβει. ΦΡ τα κουμπιά της Aλέξαινας, για δύσκολη, μπερδεμένη υπόθεση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback