κοροϊδεύω Verb  [koroidevo, koroithevo, koroideyw]

  Verb
(10)
verarschen (derb)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
verschaukeln (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
(0)
anschmieren (ugs.)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
vergackeiern (ugs.)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu κοροϊδεύω

κοροϊδεύω κορόιδο + -εύω


GriechischDeutsch
Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου.Ich will mir nichts vormachen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου.Wir brauchen uns nichts vormachen.

Übersetzung nicht bestätigt

Ποιον κοροϊδεύω;Oh, wem will ich was vormachen?

Übersetzung nicht bestätigt

Ποιον κοροϊδεύω;Wem will ich was vormachen?

Übersetzung nicht bestätigt

Και ξέρω ότι δεν μπορώ να σε κοροϊδεύω για πάντα.Und ich weiß, dass ich dir nicht ewig etwas vormachen kann.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κοροϊδεύω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοροϊδεύωκοροϊδεύουμε, κοροϊδεύομε
κοροϊδεύειςκοροϊδεύετε
κοροϊδεύεικοροϊδεύουν(ε)
Imper
fekt
κορόιδευακοροιδεύαμε
κορόιδευεςκοροιδεύατε
κορόιδευεκορόιδευαν, κοροιδεύαν(ε)
Aoristκορόιδεψακοροιδέψαμε
κορόιδεψεςκοροιδέψατε
κορόιδεψεκορόιδεψαν, κοροιδέψαν(ε)
Per
fekt
έχω κοροιδέψειέχουμε κοροιδέψει
έχεις κοροιδέψειέχετε κοροιδέψει
έχει κοροιδέψειέχουν κοροιδέψει
Plu
per
fekt
είχα κοροιδέψειείχαμε κοροιδέψει
είχες κοροιδέψειείχατε κοροιδέψει
είχε κοροιδέψειείχαν κοροιδέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοροϊδεύωθα κοροϊδεύουμε, θα κοροϊδεύομε
θα κοροϊδεύειςθα κοροϊδεύετε
θα κοροϊδεύειθα κοροϊδεύουν(ε)
Fut
ur
θα κοροιδέψωθα κοροιδέψουμε, θα κοροιδέψομε
θα κοροιδέψειςθα κοροιδέψετε
θα κοροιδέψειθα κοροιδέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοροιδέψειθα έχουμε κοροιδέψει
θα έχεις κοροιδέψειθα έχετε κοροιδέψει
θα έχει κοροιδέψειθα έχουν κοροιδέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοροϊδεύωνα κοροϊδεύουμε, να κοροϊδεύομε
να κοροϊδεύειςνα κοροϊδεύετε
να κοροϊδεύεινα κοροϊδεύουν(ε)
Aoristνα κοροιδέψωνα κοροιδέψουμε, να κοροιδέψομε
να κοροιδέψειςνα κοροιδέψετε
να κοροιδέψεινα κοροιδέψουν(ε)
Perfνα έχω κοροιδέψεινα έχουμε κοροιδέψει
να έχεις κοροιδέψεινα έχετε κοροιδέψει
να έχει κοροιδέψεινα έχουν κοροιδέψει
Imper
ativ
Presκορόιδευεκοροϊδεύετε
Aoristκορόιδεψεκοροϊδέψτε, κοροϊδεύτε
Part
izip
Presκοροϊδεύοντας
Perfέχοντας κοροιδέψει
InfinAoristκοροιδέψει





















Griechische Definition zu κοροϊδεύω

κοροϊδεύω [koroiδévo] -ομαι : 1α. υπερτονίζω τα αρνητικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιου για να προκαλέσω σε βάρος του γέλια ή σχόλια: Tον κορόιδευαν για τον τρόπο που μιλούσε. Δεν πρέπει να κοροϊδεύετε τους ζητιάνους / τους φτωχούς / τους κακούς μαθητές. Όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ό,τι κοροϊδεύεις το κουκουλώνεσαι / το λούζεσαι, το παθαίνεις. || Mαμά, ο Γιώργος με κοροϊδεύει!, μου κάνει αστείες γκριμάτσες ή χειρονομίες. β. εκφράζομαι με ασέβεια για κτ. που είναι ή θεωρείται ιερό, σεβαστό: Mην κοροϊδεύεις τη θρησκεία. (έκφρ.) μην το κοροϊδεύεις! / το κοροϊδεύεις;, μην το θεωρείς ασήμαντο, απίθανο ή αστείο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback