{το}  καρφί Subst.  [karfi]

{der}    Subst.
(241)
{der}    Subst.
(92)
{die}  
Petze (ugs.)
  Subst.
(29)
Petzer (ugs.)
(1)

Etymologie zu καρφί

καρφί spätgriechisch καρφίον altgriechisch κάρφος


GriechischDeutsch
Άλλα καρφιά κ.λπ.Andere Nägel, Krampen, gewellte oder abgeschrägte Klammern und ähnliche Waren, aus Eisen oder Stahl

Übersetzung bestätigt

Άλλα καρφιά ή πρόκες συρματουργίας από σίδερο ή χάλυβα εκτός αυτών που επενδύονται με ψευδάργυρο, σκληρύμενα, σε λωρίδες ή ρόλλουςAndere Nägel und Stifte, aus Eisenoder Stahldraht, (ohne verzinkte)

Übersetzung bestätigt

Άλλα καρφιά κ.λπ.Andere Nägel, Krampen, gewellte oder abgeschrägte Klammern u.ä. Waren, aus Eisen oder Stahl

Übersetzung bestätigt

Σε κάθε περίπτωση, οι στερεώσεις με βίδες ή καρφιά ή η συγκόλληση με μικρές ποσότητες συγκολλητικού υλικού εφαρμόζονται σε σημεία που απέχουν το πολύ 600 mm σε κάθετο και οριζόντιο άξονα.Auf jeden Fall sind die Schrauben oder Nägel bzw. die ‚Klebepunkte‘ vertikal und horizontal in einem Achsabstand von maximal 600 mm anzubringen.

Übersetzung bestätigt

Οι γυψοσανίδες μπορούν να στερεωθούν με βίδες ή καρφιά που διαπερνούν το πάχος των σανίδων και στερεώνονται στο συμπαγές υπόστρωμα ή μπορούν να συγκολληθούν στο υπόστρωμα χρησιμοποιώντας μικρές ποσότητες (“dabs”) συγκολλητικού υλικού με βάση το γύψο (γυψόκολλα) όπως προσδιορίζεται στο EN 14496.Zur Befestigung der Gipsplatten können Schrauben oder Nägel verwendet werden, die durch die Gipsplatten hindurch in den massiven Untergrund befestigt werden; die Gipsplatten können auch mit Hilfe eines Adhäsionsklebers auf Gipsbasis gemäß EN 14496 mit dem Untergrund verklebt werden (Punktverklebung).

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu καρφί

καρφί το [karfí] : 1α. λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κτ.: Λεπτό / χοντρό / κοντό / μακρύ καρφί. H μύτη του καρφιού, η αιχμηρή άκρη. Tο κεφά λι του καρφιού, η πεπλατυσμένη άκρη. Γύφτικα* καρφιά. Παπούτσια με καρφιά, με αιχμηρές προεξοχές κατάλληλα για ποδοσφαιριστές, ορειβάτες κτλ. ΦΡ κόβω (γύφτικα) καρφιά, κρυώνω πολύ από τσουχτερό κρύο. κάθομαι στα καρφιά, ανυπομονώ ή ανησυχώ για την εξέλιξη μιας κατάστασης. τα κάνω γυαλιά* καρφιά. καρφί / καρφάκι* δε μου καίγεται. μια στο καρφί και μια στο πέταλο*. έχω ένα καρφί στην καρδιά μου, για μια συνεχή αιτία πίκρας. κτ. είναι καρφί στο μάτι κάποιου, για κτ. που ενοχλεί ιδιαίτερα κπ., που θέλει να το αποκτήσει ή να το εξουδετερώσει. ΠAΡ Tου φτωχού* το εύρημα ή καρφί ή πέταλο. || είδος μεταλλικού ανοξείδωτου καρφιού που χρησιμοποιείται στη χειρουργική για τη θεραπεία των καταγμάτων. β. καθέ να από τα στρογγυλά μεταλλικά σημάδια, που έμοιαζαν με κεφάλι καρφιού και που τα τοποθετούσαν παλαιότερα στο οδόστρωμα, στα σημεία των διαβάσεων των πεζών αντί για τις σημερινές άσπρες λωρίδες: Περνώ από τα καρφιά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback