καμαρώνω Verb  [kamarono, kamarwnw]

(4)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu καμαρώνω

καμαρώνω altgriechisch καμαρῶ (-όω) altgriechisch καμάρα


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu καμαρώνω

καμαρώνω [kamaróno] Ρ1α : 1. αισθάνομαι αυτοπεποίθηση ή ικανοποίηση για κτ. που έχω ή που είμαι και την εκδηλώνω με διάφορους τρόπους: Kαμαρώνει για τα πλούτη του / για την ομορφιά της / για την οικογένειά του. Kοίτα τον πώς καμαρώνει, τώρα που έγινε μεγάλος και τρανός. (ειρ.) Kαμαρώνει σαν νύφη / σαν γαμπρός / σαν παγόνι. (έκφρ.) καμαρώνει σαν γύφτικο* σκεπάρνι. || καμαρώνω κπ. ή κτ., χαίρομαι, αισθάνομαι υπερήφανος για κπ. ή για κτ.: Kαμαρώνει τους μαθητές της που τους βλέπει να προοδεύουν. Δουλέψαμε όλοι για να χτίσουμε το χωριό μας και τώρα το καμαρώνουμε. (ευχή) να σε καμαρώσουμε και φοιτητή / γαμπρό κτλ. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback