{die} Subst. (11383) |
{das} Schnäppchen (ugs.) Subst.(39) |
ευκαιρία altgriechisch εὐκαιρία εὖ + καιρός
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι πάροχοι ΕΥΤ ενημερώνουν τους χρήστες ΕΥΤ το συντομότερο δυνατόν σχετικά με οποιαδήποτε παράλειψη δήλωσης διοδίων στο λογαριασμό τους, παρέχοντας, ει δυνατόν, την ευκαιρία τακτοποίησης του λογαριασμού πριν από τη λήψη μέτρων επιβολής. | Die EETS-Anbieter unterrichten die EETS-Nutzer so rasch wie möglich über das etwaige Fehlen von Mautbuchungsnachweisen auf ihrem Konto und bieten, soweit möglich, die Gelegenheit, diesen Zustand zu beheben, bevor Durchsetzungsmaßnahmen ergriffen werden. Übersetzung bestätigt |
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με δήλωση της προεδρίας της 31ης Δεκεμβρίου 2008, καταδίκασε σθεναρά αυτό το πραξικόπημα, που είναι αντίθετο προς τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας. Με την ίδια ευκαιρία, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαίωσε τη βούλησή της να στηρίξει τη μεταβατική διαδικασία για την επάνοδο της Γουινέας στη συνταγματική τάξη. | So hat die Europäische Union diesen Putsch durch eine Erklärung ihrer Präsidentschaft vom 31. Dezember 2008 scharf verurteilt, weil er zu den Grundsätzen der Demokratie im Widerspruch steht. Bei dieser Gelegenheit erklärte die Europäische Union aber auch ihre Bereitschaft, die Übergangsphase bis zur Rückkehr zur verfassungsmäßigen Ordnung zu begleiten. Übersetzung bestätigt |
Πρώτον, όπως προαναφέρθηκε, οι αμφιβολίες σχετικά με το ακριβές γεγονός (δηλαδή την καταβολή ή μη του τιμήματος αγοράς από τους εργαζομένους) εκφράσθηκαν στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, και επομένως τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά. | Erstens waren, wie bereits angeführt, die Zweifel an der konkreten Tatsache (das heißt an der Zahlung bzw. Nichtzahlung des Kaufpreises durch die Belegschaft) in der Entscheidung über die Verfahrensausdehnung zur Sprache gekommen, und folglich hatten die interessierten Parteien die Gelegenheit, ihre diesbezüglichen Stellungnahmen vorzulegen. Übersetzung bestätigt |
Τέλος, οι ελληνικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι το 49 % των μετοχών της ΕΝΑΕ είχε πωληθεί στους εργαζομένους της και ότι η Ελλάδα εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία προκειμένου να διατηρήσει την πλειοψηφία των μετοχών σε ένα από τα ναυπηγεία, για λόγους εθνικής άμυνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 της οδηγίας αριθ. 90/684/ΕΟΚ. | Schließlich teilten die griechischen Behörden der Kommission mit, dass 49 % der Firmenanteile an Belegschaftsangehörige veräußert wurden und Griechenland die Gelegenheit genützt habe, im Interesse der Landesverteidigung, wie in Artikel 10 Absatz 3 der Richtlinie Nr. 90/684/EWG vorgesehen, eine Mehrheitsbeteiligung an einer der Werften zu halten. Übersetzung bestätigt |
Εξάλλου, το σεμινάριο θα αποτελέσει ευκαιρία για να συζητηθούν ερωτήσεις και απαντήσεις για θέματα που αφορούν τη συμβολή του ΟΑΧΟ στην ασφάλεια και τη μη διάδοση. | Das Seminar wird außerdem die Gelegenheit bieten, Fragen im Zusammenhang mit dem Beitrag der OVCW zu Sicherheit und Nichtverbreitung zu stellen und zu erörtern. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ευκαιριακός -ή -ό |
ευκαιριακή εργασία |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Gelegenheit | die Gelegenheiten |
Genitiv | der Gelegenheit | der Gelegenheiten |
Dativ | der Gelegenheit | den Gelegenheiten |
Akkusativ | die Gelegenheit | die Gelegenheiten |
ευκαιρία η [efkería] : 1α.σύμπτωση κατάλληλων συνθηκών, ευνοϊκών περιστάσεων που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Δεν είχα / δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω στην Aμερική. Tου παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες για κοινωνική προβολή, τις οποίες έχασε / εκμεταλλεύτηκε / από τις οποίες επωφελήθηκε. Άρπαξε όσες ευκαιρίες βρήκε, δεν άφησε να χαθεί καμία. (έκφρ.) σε δεδομένη ευκαιρία, όταν / αν δοθεί η ευκαιρία, όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες. σε πρώτη / με την πρώτη ευκαιρία, μόλις παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία, η κατάλληλη στιγμή: Σε πρώτη ευκαιρία θα έρθω να σε δω. Θα του γράψω με την πρώτη ευκαιρία. (λόγ.) επί τη ευκαιρία, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, τις περιστάσεις: Πήγα στην Aθήνα για δουλειές και επί τη ευκαιρία είδα και πολλούς φίλους μου. β. δυνατότητα ή κίνητρο που δίνεται σε κπ. για να πετύχει κτ.: Στους νέους πρέπει να δίνονται ίσες ευκαιρίες για μόρφωση. Tο σχολείο δίνει πολλές ευκαιρίες στον αδύνατο μαθητή, για να βελτιώσει τη βαθμολογία του. Θα σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Tο κράτος δημιούργησε ευκαιρίες για νέους επιχειρηματίες. γ. αφορμή: ευκαιρία ζητούσε για να με κατηγορήσει. || Mε την ευκαιρία της εθνικής επετείου θα γίνει στρατιωτική παρέλαση. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.