Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στη γαλλική αγορά, η Vedette είναι μία μάρκα που τοποθετείται στο επάνω μέρος του δεύτερου τετάρτου και στο τρίτο τέταρτο της αγοράς των ανεξάρτητων προϊόντων. | Auf dem französischen Markt ist die Marke Vedette oben im zweiten Quartil und auf dem Markt für frei aufstellbare Geräte im dritten Quartil positioniert. Übersetzung bestätigt |
Στη θέση αναγνώρισης (επάνω αριστερή γωνία): | Im Identifikationsfeld (oben links): Übersetzung bestätigt |
Το προϊόν αποτελείται από δύο στρώσεις: μία λευκή στρώση στο επάνω μέρος, η οποία περιέχει το πηγμένο γάλα για τυρί, και κάτω από αυτή μία στρώση με το παρασκεύασμα φρούτων. | Das Erzeugnis weist zwei Schichten auf: oben die quarkhaltige Masse, darunter die Fruchtzubereitung. Übersetzung bestätigt |
Η σχετική καταχώριση γίνεται στο πεδίο 49 στο επάνω μέρος της σελίδας 10α. | In Nummer 49 oben auf Seite 10a erfolgt der entsprechende Eintrag. Übersetzung bestätigt |
Περιτύλιγμα και συσκευασία: τα φιλέτα πρέπει να συσκευαστούν προσεκτικά κατά μήκος, λεπτές και χονδρές άκρες διαδοχικά, το νουά προς τα επάνω και δεν πρέπει να διπλώνονται. | Umhüllen und Verpacken: Rinderfilets sind sorgfältig längs nebeneinander, d. h. Filetkopf an Filetspitze und umgekehrt, mit der Silberhaut nach oben zu verpacken und dürfen nicht gefaltet werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Noch keine Grammatik zu επάνω.
επάνω [epáno] & πάνω [páno], κυρίως όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε φωνήεν & (προφ.) απάνω [apáno] επίρρ. τοπ. : I1.σε στάση και σε κίνηση για τόπο, επίπεδο, σημείο που βρίσκεται ψηλά ή ψηλότερα σε σχέση με τον ομιλητή. ANT κάτω: Άφησέ το επάνω. Άπλωσέ το επάνω για να φαίνεται. Έβλεπες μόνο τον ουρανό επάνω και τη θάλασσα κάτω. Tι κοιτάζεις συνέχεια επάνω; Σήκωσέ το πάνω. || ειδικότερα με αναφορά: α. στο χώρο κατοικίας, εργασίας κτλ. που βρίσκεται ψηλά, ψηλότερα: Είναι κανείς απάνω; Είστε πάνω ή κάτω; Περάστε επάνω. Θα ανέβω σε μια στιγμή επάνω. Kάτω είναι το εργαστήριο κι επάνω το σπίτι. Kουράστηκα πάνω κάτω να ανεβοκατεβαίνω. (έκφρ.) βηματίζω / προχωρώ / πηγαίνω επάνω κάτω, σε κλειστό χώρο πηγαινοέρχομαι ανήσυχος. β. στην όρθια στάση του ανθρώπινου σώματος: Σηκωθείτε πάνω. Όλοι πάνω. επάνω, κάτω!, παράγγελμα γυμναστικής. || για μέρος του σώματος: Σηκώνω το πόδι / το χέρι / τη μέση επάνω, ψηλά. γ. σε περιοχές που βρίσκονται ψηλότερα από τη θάλασσα ή μακρύτερα από το κέντρο: Είναι φυσικό επάνω να έχετε περισσότερο κρύο. Xιονίζει επάνω, στα ορεινά. || ψηλά στον ουρανό: Yπάρχει Θεός επάνω. Έστρεψε το βλέμμα του επάνω. δ. με επανάληψη για περισσότερη έμφαση: Άφησα την απόδειξη πάνω πάνω για να τη δεις. Aνέβηκε ως πάνω πάνω, στο πιο ψηλό σημείο. Kαθάρισε πάνω πάνω, επιφανειακά. ΦΡ επάνω επάνω, επιφανειακά, χωρίς να μπαίνει κανείς σε λεπτομέρειες: Tου τα διηγήθηκε επάνω επάνω. || Πιο πάνω / πάρα πάνω, για το σχηματισμό συγκριτικού βαθμού: Σήκωσέ το λίγο πιο επάνω, λίγο ψηλότερα. Mένουν λίγο πιο επάνω, λίγο ψηλότερα ανεβαίνοντας τον ίδιο δρόμο. || ΦΡ πάνω κάτω, για υπολογισμό κατά προσέγγιση, χοντρικά: Πόσα θα ξοδέψεις πάνω κάτω; μια πάνω (και) μια κάτω, για όχι σταθερή ανοδική πορεία. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.