επάγγελμα altgriechisch ἐπάγγελμα ἐπαγγέλλομαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
τόπο διαμονής, επάγγελμα και τόπο όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος· | Wohnort, Beruf und Aufenthaltsort der betreffenden Person; Übersetzung bestätigt |
επάγγελμα σύμφωνα με την Τυποποιημένη Διεθνή Ταξινόμηση Επαγγελμάτων [International Standard Classification of Occupations — ISCO-88 (COM)]: χειρωνακτικά εργαζόμενοι, μη χειρωνακτικά εργαζόμενοι· εργαζόμενοι του τομέα των ΤΠΕ, εργαζόμενοι εκτός του τομέα των ΤΠΕ. | Beschäftigung nach der Internationalen Standardklassifikation der Berufe (ISCO-88): Arbeiter und Angestellte; IKT-Kräfte, Nicht-IKT-Kräfte. Übersetzung bestätigt |
απασχολείται, σε ορισμένο κράτος μέλος, σε κλάδο ή επάγγελμα όπου η ανισορροπία μεταξύ των φύλων υπερβαίνει κατά τουλάχιστον 25 % τη μέση ανισορροπία σε όλους τους κλάδους της οικονομίας του εν λόγω κράτους μέλους, και ανήκει στη μειοψηφούσα ομάδα φύλου· | in einem Wirtschaftszweig oder einem Beruf in einem Mitgliedsstaat arbeiten, wo das Ungleichgewicht zwischen Männern und Frauen mindestens 25 % höher ist als das durchschnittliche Ungleichgewicht zwischen Männern und Frauen, das in dem betreffenden Mitgliedstaat in allen Wirtschaftszweigen insgesamt verzeichnet wird, und zu der betreffenden Minderheit gehören; oder Übersetzung bestätigt |
Η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ρουμανία ζήτησαν να διαγραφούν όλα τα επαγγέλματα και η σχετική περιγραφή της κατάρτισης που απαριθμούνται για τις χώρες τους στο σημείο 3 στοιχείο α) του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. | Die Tschechische Republik, Dänemark, Deutschland, Italien, Rumänien und die Niederlande haben beantragt, dass alle Berufe und dazugehörigen Beschreibungen der Ausbildungsgänge, die für ihre Länder in Anhang II Nummer 3 Buchstabe a der Richtlinie 2005/36/EG aufgelistet sind, gestrichen werden. Übersetzung bestätigt |
Το άρθρο 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ προβλέπει ότι, όταν για ένα συγκεκριμένο νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα έχουν θεσπισθεί άλλες ειδικές ρυθμίσεις που σχετίζονται άμεσα με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, δεν εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. | Gemäß Artikel 2 Absatz 3 der Richtlinie 2005/36/EG finden in dem Fall, dass für einen bestimmten reglementierten Beruf andere spezielle Regelungen unmittelbar für die Anerkennung von Berufsqualifikationen festgelegt wurden, die entsprechenden Bestimmungen dieser Richtlinie keine Anwendung. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
δουλειά |
εργασία |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
επαγγελματικός -ή -ό |
επαγγελματίας |
επαγγελματισμός |
επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης |
επαγγελματική μετακίνηση |
Deutsche Synonyme |
---|
Anstellung |
Profession |
Beruf |
Arbeit |
Metier |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Profession | die Professionen |
Genitiv | der Profession | der Professionen |
Dativ | der Profession | den Professionen |
Akkusativ | die Profession | die Professionen |
επάγγελμα το [epángelma] : κάθε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα για βιοπορισμό: Tο επάγγελμα του ράφτη / του κουρέα / του ηλεκτρολόγου / του μηχανικού. Προσοδοφόρο επάγγελμα. Επιλογή / άσκηση / αλλαγή του επαγγέλματος. Γέρασε κάποιος στο επάγγελμα, το άσκησε σε όλη του τη ζωή. Tα καλά / τα τυχερά του επαγγέλματος, οι τυχόν συνέπειές του. Άνθρωπος χωρίς επάγγελμα, ανεπάγγελτος. Ελεύθερο* / ελευθέριο* επάγγελμα. Δεν του αρέσει να είναι υπάλληλος· προτιμά το ελεύθερο επάγγελμα. Kλειστό επάγγελμα, που η απόκτηση άδειας για την άσκησή του υπόκειται σε αυστηρούς εθιμικούς ή νομικούς περιορισμούς. || οι πρακτικές ή θεωρητικές γνώσεις που προϋποθέτει η άσκηση ενός επαγγέλματος· τέχνη: Mαθαίνω ένα επάγγελμα. (έκφρ.) είμαι κτ. κατ΄ επάγγελμα, είμαι επαγγελματίας είναι κάποιος του επαγγέλματος: α. το ασκεί επί πολλά χρόνια και έχει αποκτήσει σχετική πείρα. β. ασκεί το ίδιο επάγγελμα με τους υπολοίπους (σε μια παρέα, συντροφιά κτλ.). εξ επαγγέλματος: α. επαγγελματικά: Kάνω κτ. εξ επαγγέλματος. Είμαι κτ. εξ επαγγέλματος, είμαι επαγγελματίας: Είναι πολιτικός εξ επαγγέλματος. β. (ειρ.): Ψεύτης εξ επαγγέλματος. το αρχαιότερο* επάγγελμα (του κόσμου).
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.