ενθουσιάζω Verb  [enthusiazo, enthoysiazw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ενθουσιάζω

ενθουσιάζω altgriechisch ἐνθουσιάζω ἔνθους ἔνθεος ἐν + θεός


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ενθουσιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενθουσιάζωενθουσιάζουμε, ενθουσιάζομεενθουσιάζομαιενθουσιαζόμαστε
ενθουσιάζειςενθουσιάζετεενθουσιάζεσαιενθουσιάζεστε, ενθουσιαζόσαστε
ενθουσιάζειενθουσιάζουν(ε)ενθουσιάζεταιενθουσιάζονται
Imper
fekt
ενθουσίαζαενθουσιάζαμεενθουσιαζόμουναενθουσιαζόμαστε, ενθουσιαζόμασταν
ενθουσίαζεςενθουσιάζατεενθουσιαζόσουναενθουσιαζόσαστε, ενθουσιαζόσασταν
ενθουσίαζεενθουσίαζαν, ενθουσιάζαν(ε)ενθουσιαζότανεενθουσιάζονταν, ενθουσιαζόντανε, ενθουσιαζόντουσαν
Aoristενθουσίασαενθουσιάσαμεενθουσιάστηκαενθουσιαστήκαμε
ενθουσίασεςενθουσιάσατεενθουσιάστηκεςενθουσιαστήκατε
ενθουσίασεενθουσίασαν, ενθουσιάσαν(ε)ενθουσιάστηκεενθουσιάστηκαν, ενθουσιαστήκανε
Per
fekt
έχω ενθουσιάσει
έχω ενθουσιασμένο
έχουμε ενθουσιάσει
έχουμε ενθουσιασμένο
έχω ενθουσιαστεί
είμαι ενθουσιασμένος, -η
έχουμε ενθουσιαστεί
είμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
έχεις ενθουσιάσει
έχεις ενθουσιασμένο
έχετε ενθουσιάσει
έχετε ενθουσιασμένο
έχεις ενθουσιαστεί
είσαι ενθουσιασμένος, -η
έχετε ενθουσιαστεί
είστε ενθουσιασμένοι, -ες
έχει ενθουσιάσει
έχει ενθουσιασμένο
έχουν ενθουσιάσει
έχουν ενθουσιασμένο
έχει ενθουσιαστεί
είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο
έχουν ενθουσιαστεί
είναι ενθουσιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ενθουσιάσει
είχα ενθουσιασμένο
είχαμε ενθουσιάσει
είχαμε ενθουσιασμένο
είχα ενθουσιαστεί
ήμουν ενθουσιασμένος, -η
είχαμε ενθουσιαστεί
ήμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
είχες ενθουσιάσει
είχες ενθουσιασμένο
είχατε ενθουσιάσει
είχατε ενθουσιασμένο
είχες ενθουσιαστεί
ήσουν ενθουσιασμένος, -η
είχατε ενθουσιαστεί
ήσαστε ενθουσιασμένοι, -ες
είχε ενθουσιάσει
είχε ενθουσιασμένο
είχαν ενθουσιάσει
είχαν ενθουσιασμένο
είχε ενθουσιαστεί
ήταν ενθουσιασμένος, -η, -ο
είχαν ενθουσιαστεί
ήταν ενθουσιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενθουσιάζωθα ενθουσιάζουμε, θα ενθουσιάζομεθα ενθουσιάζομαιθα ενθουσιαζόμαστε
θα ενθουσιάζειςθα ενθουσιάζετεθα ενθουσιάζεσαιθα ενθουσιάζεστε, θα ενθουσιαζόσαστε
θα ενθουσιάζειθα ενθουσιάζουν(ε)θα ενθουσιάζεταιθα ενθουσιάζονται
Fut
ur
θα ενθουσιάσωθα ενθουσιάσουμε, θα ενθουσιάσομεθα ενθουσιαστώθα ενθουσιαστούμε
θα ενθουσιάσειςθα ενθουσιάσετεθα ενθουσιαστείςθα ενθουσιαστείτε
θα ενθουσιάσειθα ενθουσιάσουν(ε)θα ενθουσιαστείθα ενθουσιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενθουσιάσει
θα έχω ενθουσιασμένο
θα έχουμε ενθουσιάσει
θα έχουμε ενθουσιασμένο
θα έχω ενθουσιαστεί
θα είμαι ενθουσιασμένος, -η
θα έχουμε ενθουσιαστεί
θα είμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
θα έχεις ενθουσιάσει
θα έχεις ενθουσιασμένο
θα έχετε ενθουσιάσει
θα έχετε ενθουσιασμένο
θα έχεις ενθουσιαστεί
θα είσαι ενθουσιασμένος, -η
θα έχετε ενθουσιαστεί
θα είστε ενθουσιασμένοι, -ες
θα έχει ενθουσιάσει
θα έχει ενθουσιασμένο
θα έχουν ενθουσιάσει
θα έχουν ενθουσιασμένο
θα έχει ενθουσιαστεί
θα είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ενθουσιαστεί
θα είναι ενθουσιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενθουσιάζωνα ενθουσιάζουμε, να ενθουσιάζομενα ενθουσιάζομαινα ενθουσιαζόμαστε
να ενθουσιάζειςνα ενθουσιάζετενα ενθουσιάζεσαινα ενθουσιάζεστε, να ενθουσιαζόσαστε
να ενθουσιάζεινα ενθουσιάζουν(ε)να ενθουσιάζεταινα ενθουσιάζονται
Aoristνα ενθουσιάσωνα ενθουσιάσουμε, να ενθουσιάσομενα ενθουσιαστώνα ενθουσιαστούμε
να ενθουσιάσειςνα ενθουσιάσετενα ενθουσιαστείςνα ενθουσιαστείτε
να ενθουσιάσεινα ενθουσιάσουννα ενθουσιαστείνα ενθουσιαστούν(ε)
Perfνα έχω ενθουσιάσει
να έχω ενθουσιασμένο
να έχουμε ενθουσιάσει
να έχουμε ενθουσιασμένο
να έχω ενθουσιαστεί
να είμαι ενθουσιασμένος, -η
να έχουμε ενθουσιαστεί
να είμαστε ενθουσιασμένοι, -ες
να έχεις ενθουσιάσει
να έχεις ενθουσιασμένο
να έχετε ενθουσιάσει
να έχετε ενθουσιασμένο
να έχεις ενθουσιαστεί
να είσαι ενθουσιασμένος, -η
να έχετε ενθουσιαστεί
να είστε ενθουσιασμένοι, -ες
να έχει ενθουσιάσει
να έχει ενθουσιασμένο
να έχουν ενθουσιάσει
να έχουν ενθουσιασμένο
να έχει ενθουσιαστεί
να είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο
να έχουν ενθουσιαστεί
να είναι ενθουσιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενθουσίαζεενθουσιάζετεενθουσιάζεστε
Aoristενθουσίασεενθουσιάστεενθουσιάσουενθουσιαστείτε
Part
izip
Presενθουσιάζονταςενθουσιαζόμενος
Perfέχοντας ενθουσιάσει, έχοντας ενθουσιασμένοενθουσιασμένος, -η, -οενθουσιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristενθουσιάσειενθουσιαστεί







Griechische Definition zu ενθουσιάζω

ενθουσιάζω [enθusiázo] -ομαι : 1.προκαλώ σε κπ. ενθουσιασμό· (πρβ. χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ): H επιτυχία του ενθουσίασε τους φίλους και λύπησε τους αντιπάλους του. H πρότασή σας δε με ενθουσιάζει, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τη δεχτώ. || (παθ.) περιέρχομαι σε κατάσταση ενθουσιασμού: Οι θεατές, ενθουσιασμένοι με την έξοχη ερμηνεία των ηθοποιών, χειροκροτούσαν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback