{το}  ελαστικό Subst.  [elastiko]

{das}    Subst.
(169)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu ελαστικό

ελαστικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ελαστικός


GriechischDeutsch
Τα αισθητήρια στοιχεία από ’εύκαμπτα πιεζοηλεκτρικά σύνθετα υλικά’ αποτελούνται από κεραμικά σωματίδια ή ίνες με ηλεκτρικώς μονωτικό αλλά ακουστικώς διαφανές, ελαστικό, πολυμερές ή εποξική ένωση, όπου ή ένωση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των αισθητήριων στοιχείων.Sensor-Elemente aus ‚flexiblen piezoelektrischen Verbundwerkstoffen‘ bestehen aus einem aus piezoelektrischen Keramikpartikeln oder –fasern und einem elektrisch isolierenden, akustisch transparenten Gummi, Polymer oder Epoxydharz zusammengesetzten Werkstoffverbund, wobei der Werkstoffverbund ein integraler Bestandteil des Sensor-Elementes ist.

Übersetzung bestätigt

Υποδήματα περιπάτου με επάνω μέρος από ελαστικό ή πλαστικόStraßenschuhe mit Oberteil aus Gummi oder Kunststoff

Übersetzung bestätigt

Υποδήματα με μέρη από ελαστικό ή πλαστικόSchuhe mit Teilen aus Gummi oder Kunststoff

Übersetzung bestätigt

Σανδάλια με επάνω μέρος από ελαστικό ή πλαστικόSandalen mit Oberteil aus Gummi oder Kunststoff

Übersetzung bestätigt

Τα αισθητήρια στοιχεία από "εύκαμπτα πιεζοηλεκτρικά σύνθετα υλικά" αποτελούνται από κεραμικά σωματίδια ή ίνες με ηλεκτρικώς μονωτικό αλλά ακουστικώς διαφανές, ελαστικό, πολυμερές ή εποξική ένωση, όπου ή ένωση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των αισθητήριων στοιχείων.Sensor-Elemente aus ’flexiblen piezoelektrischen Verbundwerkstoffen’ bestehen aus einem aus piezoelektrischen Keramikpartikeln oder -fasern und einem elektrisch isolierenden, akustisch transparenten Gummi, Polymer oder Epoxydharz zusammengesetzten Werkstoffverbund, wobei der Werkstoffverbund ein integraler Bestandteil des Sensor-Elementes ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Deutsche Synonyme
Gummi
Gummiband



Griechische Definition zu ελαστικό

ελαστικό το [elastikó] : 1α. κόμμι που παρασκευάζεται (με χημικές ή μηχανικές μεθόδους) από το γαλακτώδη χυμό ορισμένων τροπικών φυτών και χρησιμοποιείται, κυρίως για την ελαστικότητά του, στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων· ελαστικό κόμμι, καουτσούκ: Φυτικό / ακατέργαστο / κατεργασμένο ελαστικό. β. τεχνική ύλη που παράγεται από προϊόντα απόσταξης λιθανθράκων και πετρελαίου και έχει όμοιες ιδιότητες και εφαρμογές με το ελαστικό: Tεχνητό ελαστικό. Bουλκανισμός ελαστικού. Προϊόντα ελαστικού. Bιομηχανία ελαστικού. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback