ελαστικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ελαστικός
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τα αισθητήρια στοιχεία από ’εύκαμπτα πιεζοηλεκτρικά σύνθετα υλικά’ αποτελούνται από κεραμικά σωματίδια ή ίνες με ηλεκτρικώς μονωτικό αλλά ακουστικώς διαφανές, ελαστικό, πολυμερές ή εποξική ένωση, όπου ή ένωση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των αισθητήριων στοιχείων. | Sensor-Elemente aus ‚flexiblen piezoelektrischen Verbundwerkstoffen‘ bestehen aus einem aus piezoelektrischen Keramikpartikeln oder –fasern und einem elektrisch isolierenden, akustisch transparenten Gummi, Polymer oder Epoxydharz zusammengesetzten Werkstoffverbund, wobei der Werkstoffverbund ein integraler Bestandteil des Sensor-Elementes ist. Übersetzung bestätigt |
Υποδήματα περιπάτου με επάνω μέρος από ελαστικό ή πλαστικό | Straßenschuhe mit Oberteil aus Gummi oder Kunststoff Übersetzung bestätigt |
Υποδήματα με μέρη από ελαστικό ή πλαστικό | Schuhe mit Teilen aus Gummi oder Kunststoff Übersetzung bestätigt |
Σανδάλια με επάνω μέρος από ελαστικό ή πλαστικό | Sandalen mit Oberteil aus Gummi oder Kunststoff Übersetzung bestätigt |
Τα αισθητήρια στοιχεία από "εύκαμπτα πιεζοηλεκτρικά σύνθετα υλικά" αποτελούνται από κεραμικά σωματίδια ή ίνες με ηλεκτρικώς μονωτικό αλλά ακουστικώς διαφανές, ελαστικό, πολυμερές ή εποξική ένωση, όπου ή ένωση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των αισθητήριων στοιχείων. | Sensor-Elemente aus ’flexiblen piezoelektrischen Verbundwerkstoffen’ bestehen aus einem aus piezoelektrischen Keramikpartikeln oder -fasern und einem elektrisch isolierenden, akustisch transparenten Gummi, Polymer oder Epoxydharz zusammengesetzten Werkstoffverbund, wobei der Werkstoffverbund ein integraler Bestandteil des Sensor-Elementes ist. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ελαστικότητα |
ελαστικός -ή -ό |
ελαστικό ωράριο |
ελαστικό το [elastikó] : 1α. κόμμι που παρασκευάζεται (με χημικές ή μηχανικές μεθόδους) από το γαλακτώδη χυμό ορισμένων τροπικών φυτών και χρησιμοποιείται, κυρίως για την ελαστικότητά του, στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων· ελαστικό κόμμι, καουτσούκ: Φυτικό / ακατέργαστο / κατεργασμένο ελαστικό. β. τεχνική ύλη που παράγεται από προϊόντα απόσταξης λιθανθράκων και πετρελαίου και έχει όμοιες ιδιότητες και εφαρμογές με το ελαστικό1α: Tεχνητό ελαστικό. Bουλκανισμός ελαστικού. Προϊόντα ελαστικού. Bιομηχανία ελαστικού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.