Griechische Definition zu δυνατός
δυνατός, επίθ.· αδυνατός.
1) (Προκ. για πρόσωπο)
α) ισχυρός, ρωμαλέος, ακμαίος
: (Ερωφ. Γ´ 217)·
β) γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος
: τον φοβερόν και δυνατόν κατέλαβεν ο Άδης (Διγ. Άνδρ. 41138).
2) (Προκ. για πράγμα)
α) ισχυρός, δυνατός
: (Ερωτόκρ. Β´ 2388)·
β) γερός, στερεός, ανθεκτικός
: καράβιν δυνατόν (Μαχ. 55410)·
γ) (προκ. για κρασί) που περιέχει πολύ οινόπνευμα
: (Σαχλ., Αφήγ. 247).
3) Ικανός
: (Προδρ. ΙV 21 χφ P κριτ. υπ).
4) Που μπορεί να γίνει, κατορθωτός
: (Πανώρ. Γ´ 417)·
έκφρ.
κατά το δυνατόν = όσο είναι μπορετό
: (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452).
5) Σκληρός, άτεγκτος
: είν’ απόκοτη κι αδυνατή η καρδιά σου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ιντ. γ´ 66).
6) (Προκ. για ποταμό, χείμαρρο) ορμητικός
: (Πεντ. Δευτ. XXI 4).
7) Άγριος, φοβερός
: έχουν σκύλους δυνατούς (Γαδ. διήγ. 244).
8) (Προκ. για όρκο, συμφωνία, κ.τ.ό.) σταθερός, μόνιμος
: (Ιμπ. 299)·
εποίησαν στοιχήματα και δυνατήν αγάπην (Διήγ. παιδ. 90).
9) (Προκ. για τόπο, πόλη, κάστρα, κλπ.) καλά οχυρωμένος· ασφαλής
: Ο πύργος είναι δυνατός, γύροθεν έχει κάστρον (Φλώρ. 1313).
10) (Προκ. για καιρό) άσχημος, κακός, βαρύς
: (Διδ. Σολομ. Ρ 12).
11) (Προκ. για πόλεμο, μάχη) σφοδρός, φοβερός
: (Χρον. Μορ. H 1045).
12) (Προκ. για ομιλία, φωνή) βροντερός, δυνατός
: (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16818).
13) Σπουδαίος, σοβαρός
: ήρτεν του κίνδυνος δυνατός και εμποδίστην (Ασσίζ. 8912)·
(προκ. για συνέλευση) μεγάλος
: να ποίσει κούρτην δυνατήν, να ιδούν τες μαρτυρίες του (Χρον. Μορ. H 8141).
14) Πολύς, υπερβολικός
: τα χιόνια ηύρεν δυνατά … εις τα όρη (Χρον. Μορ. H 2168).
Το ουδ. ως ουσ. =
α) δύναμη
: το δυνατόν του πόθου (Φλώρ. 507)·
β) σκληρότητα
: το δυνατό απαλαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 167).
[αρχ. επίθ. δυνατός. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr