δυνατός Subst.  [dinatos, thinatos, dynatos]

{die}    Subst.
(32)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu δυνατός

δυνατός altgriechisch δυνατός


GriechischDeutsch
Έχω έναν γιο που ονομάζεται Andrej, και αυτός είναι ο λόγος που γνωρίζω ότι το όνομα Andrej σημαίνει αυτόν που είναι δυνατός και ισχυρός.Ich habe einen Sohn namens Andrej, und deshalb weiß ich, dass dieser Namen für Stärke und Kraft steht.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu δυνατός

δυνατός, επίθ.· αδυνατός.

1) (Προκ. για πρόσωπο)
α) ισχυρός, ρωμαλέος, ακμαίος:
(Ερωφ. Γ´ 217
β) γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος:
τον φοβερόν και δυνατόν κατέλαβεν ο Άδης (Διγ. Άνδρ. 41138).
2) (Προκ. για πράγμα)
α) ισχυρός, δυνατός:
(Ερωτόκρ. Β´ 2388
β) γερός, στερεός, ανθεκτικός:
καράβιν δυνατόν (Μαχ. 55410
γ) (προκ. για κρασί) που περιέχει πολύ οινόπνευμα:
(Σαχλ., Αφήγ. 247).
3) Ικανός:
(Προδρ. ΙV 21 χφ P κριτ. υπ).
4) Που μπορεί να γίνει, κατορθωτός:
(Πανώρ. Γ´ 417
έκφρ. κατά το δυνατόν = όσο είναι μπορετό:
(Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452).
5) Σκληρός, άτεγκτος:
είν’ απόκοτη κι αδυνατή η καρδιά σου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ιντ. γ´ 66).
6) (Προκ. για ποταμό, χείμαρρο) ορμητικός:
(Πεντ. Δευτ. XXI 4).
7) Άγριος, φοβερός:
έχουν σκύλους δυνατούς (Γαδ. διήγ. 244).
8) (Προκ. για όρκο, συμφωνία, κ.τ.ό.) σταθερός, μόνιμος:
(Ιμπ. 299
εποίησαν στοιχήματα και δυνατήν αγάπην (Διήγ. παιδ. 90).
9) (Προκ. για τόπο, πόλη, κάστρα, κλπ.) καλά οχυρωμένος· ασφαλής:
Ο πύργος είναι δυνατός, γύροθεν έχει κάστρον (Φλώρ. 1313).
10) (Προκ. για καιρό) άσχημος, κακός, βαρύς:
(Διδ. Σολομ. Ρ 12).
11) (Προκ. για πόλεμο, μάχη) σφοδρός, φοβερός:
(Χρον. Μορ. H 1045).
12) (Προκ. για ομιλία, φωνή) βροντερός, δυνατός:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 16818).
13) Σπουδαίος, σοβαρός:
ήρτεν του κίνδυνος δυνατός και εμποδίστην (Ασσίζ. 8912
(προκ. για συνέλευση) μεγάλος:
να ποίσει κούρτην δυνατήν, να ιδούν τες μαρτυρίες του (Χρον. Μορ. H 8141).
14) Πολύς, υπερβολικός:
τα χιόνια ηύρεν δυνατά … εις τα όρη (Χρον. Μορ. H 2168).
Το ουδ. ως ουσ. =
α) δύναμη:
το δυνατόν του πόθου (Φλώρ. 507
β) σκληρότητα:
το δυνατό απαλαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 167).
[αρχ. επίθ. δυνατός. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback