{η}  βελόνα Subst.  [velona, belona]

{die}    Subst.
(2743)

Etymologie zu βελόνα

βελόνα altgriechisch βελόνη


GriechischDeutsch
Η παρασκευή περιλαμβάνει πάντοτε τις ίδιες εργασίες όπως στο παρελθόν: στράγγιση του τυροπήγματος, τοποθέτηση σε φόρμες, αλάτιση με το χέρι, σε δύο δόσεις, με χονδρό ξηρό αλάτι, με πολλές αναστροφές, κατόπιν τσίμπημα με μακριές βελόνες ώστε αυτός ο αερισμός της ζύμης να επιτρέψει την ανάπτυξη του penicillium glaucum.Die Herstellung umfasst noch immer die gleichen Vorgänge wie in der Vergangenheit: Abtropfen der Gerinnungsmasse, Einformung, Salzen in Handarbeit, und zwar in zwei Stufen mit grobem Trockensalz, mit mehrfachem Wenden und anschließendem Einstechen mit langen Nadeln; diese Belüftung der Käsemasse ermöglicht die Entwicklung des Penicillium glaucum.

Übersetzung bestätigt

Σύριγγες, βελόνες, καθετήρες, σωληνίσκοι και παρόμοια είδη· οφθαλμικά και άλλα όργανα και συσκευές π.δ.κ.α.Spritzen, Nadeln, Katheter, Kanülen und dergleichen; andere augenärztliche und andere Instrumente, Apparate und Geräte, für medizinische und chirurgische Zwecke, a.n.g.

Übersetzung bestätigt

Σφαίρες, βελόνες και κύλινδροι· μέρη ένσφαιρων τριβέων ή κυλινδροτριβέωνKugeln, Rollen, Nadeln und andere Teile für Wälzlager

Übersetzung bestätigt

Βελόνες ραψίματος, βελόνες πλεξίματος σακοράφες, βελονάκια, κεντητήρια και παρόμοια είδη για χρήση με το χέρι, από σίδηρο ή χάλυβα· παραμάνες και άλλες καρφίτσες, από σίδηρο ή χάλυβα, π.δ.κ.α.Näh-, Stick-, Schnür-, Häkelnadeln, Stichel und ähnliche Waren, aus Eisen oder Stahl, zum Handgebrauch; Sicherheits-, Stecknadeln und ähnliche Nadeln, a.n.g., aus Eisen oder Stahl

Übersetzung bestätigt

Ο αέρας θα πρέπει να εκδιώκεται σιγά, ενώ θα βυθίζεται η βελόνα στη στιβάδα οκτανόλης.Diese Luft sollte vorsichtig herausgedrückt werden, während die Nadel durch die n-Oktanol-Schicht hindurchgeführt wird.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
βελόνι
(σακοράφα)
Ähnliche Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu βελόνα

βελόνα η [velóna] : 1. λεπτό και επίμηκες αντικείμενο, μυτερό στο μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο ράψιμο: Περνάω την κλωστή στην τρύπα της βελόνας. Πήρε βελόνα και κλωστή κι άρχισε να ράβει τα κουμπιά. || ράψιμο, ραπτική: Έφαγε τα νιάτα της στη βελόνα. || βελόνα ραπτομηχανής, με την τρύπα κοντά στη μύτη. || Bελόνες πλεξίματος, μακρύτερες και πιο χοντρές, χωρίς τρύπα (συνήθ. μεταλλικές ή πλαστικές): Λεπτές / χοντρές βελόνες. Bελόνες νούμερο πέντε. || (στη χειρουργική) βελόνες ραφής, συνήθ. κυρτές, που χρησιμοποιούνται για το ράψιμο τραυμάτων. ΠAΡ Στραβός βελόνα γύρευε* μέσα σε αχυρώνα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback