απειλώ Verb  [apilo, apeilw]

  Verb
(9)
  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu απειλώ

απειλώ altgriechisch ἀπειλέω / ἀπειλῶ


GriechischDeutsch
Πώς θα έπρεπε να απειλώ;Wie sollte ich drohen?

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν λέω ότι δεν θα πιστεύω σε σένα αν δεν μου δώσεις κάποιο σημάδι, δεν σε απειλώ ή κάτι τέτοιο.Das soll nicht heißen, dass ich nicht an dich glaube, wenn du mir kein Zeichen gibst, ich will dir ja nicht drohen.

Übersetzung nicht bestätigt

Κοίτα, δε σ' απειλώ ή κάτι τέτοιο, εντάξει;Ich will dir nicht drohen.

Übersetzung nicht bestätigt

Κοίτα, δε σ' απειλώ ή κάτι τέτοιο, εντάξει;Hör zu. Ich will dir nicht drohen.

Übersetzung nicht bestätigt

Μη σε απειλώ;Dir drohen?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu απειλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απειλώαπειλούμεαπειλούμαιαπειλούμαστε
απειλείςαπειλείτεαπειλείσαιαπειλείστε
απειλείαπειλούν(ε)απειλείταιαπειλούνται
Imper
fekt
απειλούσααπειλούσαμεαπειλούμουναπειλούμαστε
απειλούσεςαπειλούσατε
απειλούσεαπειλούσαν(ε)απειλούνταν, απειλείτοαπειλούνταν, απειλούντο
Aoristαπείλησααπειλήσαμεαπειλήθηκααπειληθήκαμε
απείλησεςαπειλήσατεαπειλήθηκεςαπειληθήκατε
απείλησεαπείλησαν, απειλήσαν(ε)απειλήθηκεαπειλήθηκαν, απειληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω απειλήσει
έχω απειλημένο
έχουμε απειλήσει
έχουμε απειλημένο
έχω απειληθεί
είμαι απειλημένος, -η
έχουμε απειληθεί
είμαστε απειλημένοι, -ες
έχεις απειλήσει
έχεις απειλημένο
έχετε απειλήσει
έχετε απειλημένο
έχεις απειληθεί
είσαι απειλημένος, -η
έχετε απειληθεί
είστε απειλημένοι, -ες
έχει απειλήσει
έχει απειλημένο
έχουν απειλήσει
έχουν απειλημένο
έχει απειληθεί
είναι απειλημένος, -η, -ο
έχουν απειληθεί
είναι απειλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα απειλήσει
είχα απειλημένο
είχαμε απειλήσει
είχαμε απειλημένο
είχα απειληθεί
ήμουν απειλημένος, -η
είχαμε απειληθεί
ήμαστε απειλημένοι, -ες
είχες απειλήσει
είχες απειλημένο
είχατε απειλήσει
είχατε απειλημένο
είχες απειληθεί
ήσουν απειλημένος, -η
είχατε απειληθεί
ήσαστε απειλημένοι, -ες
είχε απειλήσει
είχε απειλημένο
είχαν απειλήσει
είχαν απειλημένο
είχε απειληθεί
ήταν απειλημένος, -η, -ο
είχαν απειληθεί
ήταν απειλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απειλώθα απειλούμεθα απειλούμαιθα απειλούμαστε
θα απειλείςθα απειλείτεθα απειλείσαιθα απειλείστε
θα απειλείθα απειλούν(ε)θα απειλείταιθα απειλούνται
Fut
ur
θα απειλήσωθα απειλήσουμεθα απειληθώθα απειληθούμε
θα απειλήσειςθα απειλήσετεθα απειληθείςθα απειληθείτε
θα απειλήσειθα απειλήσουν(ε)θα απειληθείθα απειληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απειλήσει
θα έχω απειλημένο
θα έχουμε απειλήσει
θα έχουμε απειλημένο
θα έχω απειληθεί
θα είμαι απειλημένος, -η
θα έχουμε απειληθεί
θα είμαστε απειλημένοι, -ες
θα έχεις απειλήσει
θα έχεις απειλημένο
θα έχετε απειλήσει
θα έχετε απειλημένο
θα έχεις απειληθεί
θα είσαι απειλημένος, -η
θα έχετε απειληθεί
θα είστε απειλημένοι, -η
θα έχει απειλήσει
θα έχει απειλημένο
θα έχουν απειλήσει
θα έχουν απειλημένο
θα έχει απειληθεί
θα είναι απειλημένος, -η, -ο
θα έχουν απειληθεί
θα είναι απειλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απειλώνα απειλούμενα απειλούμαινα απειλούμαστε
να απειλείςνα απειλείτενα απειλείσαινα απειλείστε
να απειλείνα απειλούν(ε)να απειλείταινα απειλούνται
Aoristνα απειλήσωνα απειλήσουμε, να απειλήσομενα απειληθώνα απειληθούμε
να απειλήσειςνα απειλήσετενα απειληθείςνα απειληθείτε
να απειλήσεινα απειλήσουν(ε)να απειληθείνα απειληθούν(ε)
Perfνα έχω απειλήσει
να έχω απειλημένο
να έχουμε απειλήσει
να έχουμε απειλημένο
να έχω απειληθεί
να είμαι απειλημένος, -η
να έχουμε απειληθεί
να είμαστε απειλημένοι, -ες
να έχεις απειλήσει
να έχεις απειλημένο
να έχετε απειλήσει
να έχετε απειλημένο
να έχεις απειληθεί
να είσαι απειλημένος, -η
να έχετε απειληθεί
να είστε απειλημένοι, -ες
να έχει απειλήσει
να έχει απειλημένο
να έχουν απειλήσει
να έχουν απειλημένο
να έχει απειληθεί
να είναι απειλημένος, -η, -ο
να έχουν απειληθεί
να είναι απειλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπειλείτεαπειλείστε
Aoristαπείλησεαπειλήστε, απειλήσετεαπειλήσουαπειληθείτε
Part
izip
Presαπειλώνταςαπειλούμενος
Perfέχοντας απειλήσει, έχοντας απειλημένοαπειλημένος, -η, -οαπειλημένοι, -ες, -α
InfinAoristαπειλήσειαπειληθεί









Griechische Definition zu απειλώ

απειλώ [apíló] -ούμαι : 1.χρησιμοποιώ απειλές εναντίον κάποιου: Mε απειλείς; Aπειλήθηκε από αγνώστους. || Tον απείλησε με μαχαίρι. Συνέχεια τον απειλεί με απόλυση. Aπειλεί ότι θα φύγει. Aπειλεί να τον μαρτυρήσει / να τον διώξει. ΦΡ απειλώ θεούς και δαίμονες, για κπ. πολύ θυμωμένο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback