ύφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch «αἱ ὕφαλοι» (εννοείται «πέτραι» θηλυκό, πληθυντικός)[1] ὕφαλος (υποθαλάσσιος) ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα»: κάθε θαλάσσιο οικοσύστημα του οποίου η ακεραιότητα (ήτοι η δομή ή/και λειτουργία του) ενδέχεται, σύμφωνα με τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και με την αρχή της προφύλαξης, να απειλείται από σοβαρές δυσμενείς συνέπειες λόγω της πίεσης που οφείλεται στη φυσική επαφή με εργαλεία βυθού κατά τη διάρκεια συνήθων αλιευτικών δραστηριοτήτων· στο εν λόγω οικοσύστημα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ύφαλοι, θαλάσσια όρη, υδροθερμικές αναβλύσεις, κοραλλιογενείς ύφαλοι και σπογγοφόρα πεδία ψυχρών υδάτων. | „empfindliches marines Ökosystem“ ein marines Ökosystem, dessen Unversehrtheit (d. h. dessen Struktur und Funktion) nach bestem wissenschaftlichem Kenntnisstand und unter Berücksichtigung des Vorsorgeprinzips durch erhebliche schädliche Auswirkungen infolge der physischen Einwirkung von im Rahmen der normalen Fischereitätigkeit eingesetzten Grundfanggeräten gefährdet ist; zu diesen Systemen gehören unter anderem Riffe, Seeberge, hydrothermale Quellen, Kaltwasserkorallen und Tiefsee-Schwammriffe. Übersetzung bestätigt |
Η Κοινότητα έχει αναλάβει τη δέσμευση να συμβάλει στη διατήρηση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, όπως είναι οι ύφαλοι, τα θαλάσσια όρη, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι των βαθέων υδάτων, οι υδροθερμικές αναβλύσεις και τα σπογγοφόρα πεδία. | Die Gemeinschaft ist bestrebt, marine Ökosysteme wie Riffe, Seeberge, Tiefseekorallen, hydrothermale Quellen und Schwammriffe zu erhalten. Übersetzung bestätigt |
«ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα»: κάθε θαλάσσιο οικοσύστημα του οποίου η ακεραιότητα (ήτοι η δομή ή/και λειτουργία του) ενδέχεται, σύμφωνα με τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και με την αρχή της προφύλαξης, να απειλείται από σοβαρές δυσμενείς συνέπειες λόγω της πίεσης που οφείλεται στη φυσική επαφή με εργαλεία βυθού κατά τη διάρκεια συνήθων αλιευτικών δραστηριοτήτων· στο εν λόγω οικοσύστημα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ύφαλοι, θαλάσσια όρη, υδροθερμικές αναβλύσεις, κοραλλιογενείς ύφαλοι και σπογγοφόρα πεδία ψυχρών υδάτων. | „empfindliches marines Ökosystem (EMÖ)“ ein marines Ökosystem, dessen Unversehrtheit (d. h. dessen Struktur und Funktion) nach bestem wissenschaftlichem Kenntnisstand und unter Berücksichtigung des Vorsorgeprinzips durch erhebliche schädliche Auswirkungen infolge der physischen Einwirkung von im Rahmen der normalen Fischereitätigkeit eingesetzten Grundfanggeräten gefährdet ist; zu diesen Systemen gehören Riffe, Seeberge, hydrothermale Quellen, Kaltwasserkorallen und Tiefsee-Schwammriffe. Übersetzung bestätigt |
Για την προστασία των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων όπως είναι οι εν γένει ύφαλοι, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι των βαθέων υδάτων, τα θαλάσσια όρη, οι υδροθερμικές αναβλύσεις, οι σπόγγοι των βαθέων υδάτων, από τις επιπτώσεις της χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού απαιτείται περιορισμός ή απαγόρευση της χρήσης των εργαλείων αυτών στις περιοχές όπου απαντούν τα εν λόγω οικοσυστήματα. | Der Schutz empfindlicher mariner Ökosysteme wie Riffe, Tiefseekorallen, Seeberge, hydrothermale Quellen und Tiefseeschwämme gegen Schäden infolge der Verwendung von Grundfanggeräten erfordert eine Einschränkung oder das Verbot der Verwendung dieser Geräte in Gebieten, in denen diese Ökosysteme vorkommen. Übersetzung bestätigt |
Η Κοινότητα έχει αναλάβει τη δέσμευση να συμβάλει στη διατήρηση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, όπως είναι οι ύφαλοι, τα θαλάσσια όρη, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι των βαθέων υδάτων, οι υδροθερμικές αναβλύσεις και τα σπογγοφόρα πεδία. | Die Gemeinschaft ist bestrebt, marine Ökosysteme wie Riffe, Seeberge, Tiefseekorallen, hydrothermale Quellen und Schwammriffe zu erhalten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Felsbank (unter Wasser) |
Felsenriff |
Riff |
Korallenriff |
ύφαλος ο [ífalos] : 1.βραχώδης προεξοχή του βυθού της θάλασσας η οποία μόλις σκεπάζεται από τα νερά· (πρβ. ξέρα, σκόπελος): Tο πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο και βυθίστηκε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.