ψιθυρίζω Verb  [psithirizo, psithyrizw]

  Verb
(10)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ψιθυρίζω

ψιθυρίζω ψιθυρίζω


GriechischDeutsch
Θα ψιθυρίζω τ' όνομά σουDen ganzen Tag deinen Namen flüstern

Übersetzung nicht bestätigt

Εγώ δεν ψιθυρίζω αυτό που νιώθω.Ich werde nicht flüstern, was ich fühle.

Übersetzung nicht bestätigt

Εξάλλου, δεν νομίζω πως θα βοηθούσε την κατάσταση να ψιθυρίζω.Außerdem glaube ich nicht, dass es hilft, wenn wir flüstern.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα' πρεπε να ψιθυρίζω;(flüstert) Soll ich flüstern? (flüstert) Nein.

Übersetzung nicht bestätigt

Από 'δώ και πέρα, μάλιστα, θα ψιθυρίζω.Ich werde sogar flüstern.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ψιθυρίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψιθυρίζωψιθυρίζουμε, ψιθυρίζομε
ψιθυρίζειςψιθυρίζετε
ψιθυρίζειψιθυρίζουν(ε)
Imper
fekt
ψιθύριζαψιθυρίζαμε
ψιθύριζεςψιθυρίζατε
ψιθύριζεψιθύριζαν, ψιθυρίζαν(ε)
Aoristψιθύρισαψιθυρίσαμε
ψιθύρισεςψιθυρίσατε
ψιθύρισεψιθύρισαν, ψιθυρίσαν(ε)
Per
fekt
έχω ψιθυρίσειέχουμε ψιθυρίσει
έχεις ψιθυρίσειέχετε ψιθυρίσει
έχει ψιθυρίσειέχουν ψιθυρίσει
Plu
per
fekt
είχα ψιθυρίσειείχαμε ψιθυρίσει
είχες ψιθυρίσειείχατε ψιθυρίσει
είχε ψιθυρίσειείχαν ψιθυρίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψιθυρίζωθα ψιθυρίζουμε, θα ψιθυρίζομε
θα ψιθυρίζειςθα ψιθυρίζετε
θα ψιθυρίζειθα ψιθυρίζουν(ε)
Fut
ur
θα ψιθυρίσωθα ψιθυρίσουμε, θα ψιθυρίζομε
θα ψιθυρίσειςθα ψιθυρίσετε
θα ψιθυρίσειθα ψιθυρίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψιθυρίσειθα έχουμε ψιθυρίσει
θα έχεις ψιθυρίσειθα έχετε ψιθυρίσει
θα έχει ψιθυρίσειθα έχουν ψιθυρίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψιθυρίζωνα ψιθυρίζουμε, να ψιθυρίζομε
να ψιθυρίζειςνα ψιθυρίζετε
να ψιθυρίζεινα ψιθυρίζουν(ε)
Aoristνα ψιθυρίσωνα ψιθυρίσουμε, να ψιθυρίσομε
να ψιθυρίσειςνα ψιθυρίσετε
να ψιθυρίσεινα ψιθυρίσουν(ε)
Perfνα έχω ψιθυρίσεινα έχουμε ψιθυρίσει
να έχεις ψιθυρίσεινα έχετε ψιθυρίσει
να έχει ψιθυρίσεινα έχουν ψιθυρίσει
Imper
ativ
Presψιθύριζεψιθυρίζετε
Aoristψιθύρισεψιθυρίστε
Part
izip
Presψιθυρίζοντας
Perfέχοντας ψιθυρίσει
InfinAoristψιθυρίσει













Person Wortform
Präsens ich raune
du raunst
er, sie, es raunt
Präteritum ich raunte
Konjunktiv II ich raunte
Imperativ Singular raun!
raune!
Plural raunt!
Perfekt Partizip II Hilfsverb
geraunt haben
Alle weiteren Formen: Flexion:raunen



Griechische Definition zu ψιθυρίζω

ψιθυρίζω [psiθirízo] -εται στη σημ. 3 : 1.λέω κτ. με πολύ χαμηλή φω νή έτσι που να το ακούσει μόνο όποιος βρίσκεται πολύ κοντά μου: Kάτι μου ψιθύρισε στ΄ αυτί αλλά δεν άκουσα καλά. Tον είδαν να σκύβει και να της ψιθυρίζει κάποιο μυστικό. || μιλώ πολύ χαμηλόφωνα, γιατί δε θέλω ή δεν τολμώ να μιλήσω στην κανονική ένταση· (πρβ. μουρμουρίζω): Παρακαλώ μην ψιθυρίζετε· θέλω απόλυτη ησυχία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback