ψέλνω Verb  [pselno, pselnw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ψέλνω.





Griechische Definition zu ψέλνω

ψέλνω [psélno] -ομαι Ρ αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί, μππ. ψαλμένος & (συνήθ. στη σημ. 2) ψάλλω [psálo] -ομαι Ρ πρτ. έψαλλα, αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί και ψαλεί, μππ. ψαλμένος : 1α.τραγουδώ εκκλησιαστικούς ή θρησκευτικούς ύμνους: Tις Kυριακές έψελνε στην εκκλησία της γειτονιάς του. Ο παπάς άρχισε να ψέλνει το «Xριστός ανέστη». || Έψαλαν το νεκρό, έψαλαν τους επικήδειους ύμνους κατά την τελετή της ταφής του νεκρού. || Kατά το τέλος μιας ιεροτελεστίας ψάλλεται το απολυτίκιο. Δεν ήταν πολύ θρήσκος αλλά του άρεσε να ψέλνει. ΦΡ τα ψέλνω σε κπ., τον επιτιμώ αυστηρά, σε έντονο ύφος. ψέλνω τον αναβαλλόμενο* / τον εξάψαλμο*. όπως του κανοναρχάς* ψέλνει. (έκφρ.) ψάλλω το εγκώμιο* κάποιου. β. τραγουδώ ύμνο, θούριο κτλ.: Tο πλήθος έψαλε το «Πένθιμο Εμβατήριο». Σε μια στιγμή πατριωτικής έξαρσης, σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback