χειρουργώ Verb  [chirurgo, chirurro, xeiroyrgw]

  Verb
(4)

Etymologie zu χειρουργώ

χειρουργώ Katharevousa χειρουργῶ altgriechisch χειρουργέω / χειρουργῶ


GriechischDeutsch
Χειρουργώ, χειρουργώ...Operieren! Beginne zu operieren!

Übersetzung nicht bestätigt

Τόσο καλά, ώστε να μπορώ να χειρουργώ;Soviel besser, dass ich wieder operieren kann?

Übersetzung nicht bestätigt

Η Dr Yang δοκιμάζει ένα νέο πρωτόκολλο θα μάθω περισσότερα παρακολουθώντας εκείνο από το να υποκρίνομαι ότι χειρουργώ εννοώ, αν πραγματικά με χρειάζεστε... όχιDr. Yang testet ein neues Protokoll. Dabei würde ich mehr lernen, als wenn ich hier nur so täte, als würde ich operieren. Ich meine, wenn sie mich wirklich brauchen...

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν θα χειρουργώ.Ich werde nicht operieren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
einwirken
operieren

Grammatik

Grammatik zu χειρουργώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χειρουργώχειρουργούμεχειρουργούμαιχειρουργούμαστε
χειρουργείςχειρουργείτεχειρουργείσαιχειρουργείστε
χειρουργείχειρουργούν(ε)χειρουργείταιχειρουργούνται
Imper
fekt
χειρουργούσαχειρουργούσαμεχειρουργούμουνχειρουργούμαστε
χειρουργούσεςχειρουργούσατε
χειρουργούσεχειρουργούσαν(ε)χειρουργούνταν, χειρουργείτοχειρουργούνταν, χειρουργούντο
Aoristχειρούργησαχειρουργήσαμεχειρουργήθηκαχειρουργηθήκαμε
χειρούργησεςχειρουργήσατεχειρουργήθηκεςχειρουργηθήκατε
χειρούργησεχειρούργησαν, χειρουργήσαν(ε)χειρουργήθηκεχειρουργήθηκαν, χειρουργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω χειρουργήσει
έχω χειρουργημένο
έχουμε χειρουργήσει
έχουμε χειρουργημένο
έχω χειρουργηθεί
είμαι χειρουργημένος, -η
έχουμε χειρουργηθεί
είμαστε χειρουργημένοι, -ες
έχεις χειρουργήσει
έχεις χειρουργημένο
έχετε χειρουργήσει
έχετε χειρουργημένο
έχεις χειρουργηθεί
είσαι χειρουργημένος, -η
έχετε χειρουργηθεί
είστε χειρουργημένοι, -ες
έχει χειρουργήσει
έχει χειρουργημένο
έχουν χειρουργήσει
έχουν χειρουργημένο
έχει χειρουργηθεί
είναι χειρουργημένος, -η, -ο
έχουν χειρουργηθεί
είναι χειρουργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα χειρουργήσει
είχα χειρουργημένο
είχαμε χειρουργήσει
είχαμε χειρουργημένο
είχα χειρουργηθεί
ήμουν χειρουργημένος, -η
είχαμε χειρουργηθεί
ήμαστε χειρουργημένοι, -ες
είχες χειρουργήσει
είχες χειρουργημένο
είχατε χειρουργήσει
είχατε χειρουργημένο
είχες χειρουργηθεί
ήσουν χειρουργημένος, -η
είχατε χειρουργηθεί
ήσαστε χειρουργημένοι, -ες
είχε χειρουργήσει
είχε χειρουργημένο
είχαν χειρουργήσει
είχαν χειρουργημένο
είχε χειρουργηθεί
ήταν χειρουργημένος, -η, -ο
είχαν χειρουργηθεί
ήταν χειρουργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χειρουργώθα χειρουργούμεθα χειρουργούμαιθα χειρουργούμαστε
θα χειρουργείςθα χειρουργείτεθα χειρουργείσαιθα χειρουργείστε
θα χειρουργείθα χειρουργούν(ε)θα χειρουργείταιθα χειρουργούνται
Fut
ur
θα χειρουργήσωθα χειρουργήσουμεθα χειρουργηθώθα χειρουργηθούμε
θα χειρουργήσειςθα χειρουργήσετεθα χειρουργηθείςθα χειρουργηθείτε
θα χειρουργήσειθα χειρουργήσουν(ε)θα χειρουργηθείθα χειρουργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χειρουργήσει
θα έχω χειρουργημένο
θα έχουμε χειρουργήσει
θα έχουμε χειρουργημένο
θα έχω χειρουργηθεί
θα είμαι χειρουργημένος, -η
θα έχουμε χειρουργηθεί
θα είμαστε χειρουργημένοι, -ες
θα έχεις χειρουργήσει
θα έχεις χειρουργημένο
θα έχετε χειρουργήσει
θα έχετε χειρουργημένο
θα έχεις χειρουργηθεί
θα είσαι χειρουργημένος, -η
θα έχετε χειρουργηθεί
θα είστε χειρουργημένοι, -η
θα έχει χειρουργήσει
θα έχει χειρουργημένο
θα έχουν χειρουργήσει
θα έχουν χειρουργημένο
θα έχει χειρουργηθεί
θα είναι χειρουργημένος, -η, -ο
θα έχουν χειρουργηθεί
θα είναι χειρουργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χειρουργώνα χειρουργούμενα χειρουργούμαινα χειρουργούμαστε
να χειρουργείςνα χειρουργείτενα χειρουργείσαινα χειρουργείστε
να χειρουργείνα χειρουργούν(ε)να χειρουργείταινα χειρουργούνται
Aoristνα χειρουργήσωνα χειρουργήσουμε, να χειρουργήσομενα χειρουργηθώνα χειρουργηθούμε
να χειρουργήσειςνα χειρουργήσετενα χειρουργηθείςνα χειρουργηθείτε
να χειρουργήσεινα χειρουργήσουν(ε)να χειρουργηθείνα χειρουργηθούν(ε)
Perfνα έχω χειρουργήσει
να έχω χειρουργημένο
να έχουμε χειρουργήσει
να έχουμε χειρουργημένο
να έχω χειρουργηθεί
να είμαι χειρουργημένος, -η
να έχουμε χειρουργηθεί
να είμαστε χειρουργημένοι, -ες
να έχεις χειρουργήσει
να έχεις χειρουργημένο
να έχετε χειρουργήσει
να έχετε χειρουργημένο
να έχεις χειρουργηθεί
να είσαι χειρουργημένος, -η
να έχετε χειρουργηθεί
να είστε χειρουργημένοι, -ες
να έχει χειρουργήσει
να έχει χειρουργημένο
να έχουν χειρουργήσει
να έχουν χειρουργημένο
να έχει χειρουργηθεί
να είναι χειρουργημένος, -η, -ο
να έχουν χειρουργηθεί
να είναι χειρουργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχειρουργείτεχειρουργείστε
Aoristχειρούργησεχειρουργήστε, χειρουργήσετεχειρουργήσουχειρουργηθείτε
Part
izip
Presχειρουργώντας
Perfέχοντας χειρουργήσει, έχοντας χειρουργημένοχειρουργημένος, -η, -οχειρουργημένοι, -ες, -α
InfinAoristχειρουργήσειχειρουργηθεί





Griechische Definition zu χειρουργώ

χειρουργώ [xirurγó] -ούμαι : κάνω χειρουργική επέμβαση, κάνω εγχείρηση· εγχειρίζω: Ο γιατρός χειρούργησε τον τραυματία. Θα χειρουργηθεί για να του αφαιρέσουν τη χολή. Ο χειρουργημένος ασθενής και ως ουσ. ο χειρουργημένος.

[λόγ. < αρχ. χειρουργῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback