υφαίρεση altgriechisch ὑφαίρεσις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
υφαίρεση η [iféresi] : I.(μαθημ.) αριθμητική πράξη με την οποία βρίσκουμε τον τόκο ο οποίος εκπίπτει από το συνολικό ποσό, όταν αυτό εξοφληθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας. II. (γραμμ.) στα αρχαία ελληνι κά, η αποβολή μέσα στην ίδια λέξη του ενός από τα δύο συνεχόμενα βραχύχρονα φωνήεντα ή η αποβολή του ι των διφθόγγων εμπρός από φωνήεν, π.χ. βοηθόος > βοηθός· πλείονος > πλέονος. III. (νομ.) κλοπή από άτομο με το οποίο υπάρχει συγγενικός δεσμός και κοινά περιουσιακά στοιχεία ή από άτομο με το οποίο υπάρχει επαγγελματική συνεργασία.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.